Ο κόσμος της εργασίας να σηκώσει το γάντι

Μαίνεται ο πόλεμος του κεφαλαίου σε βάρος της μισθωτής εργασίας με τον πληθωρισμό να κάνει, τώρα, την «βρώμικη δουλειά» περικοπών των λαϊκών εισοδημάτων.

Τα βασικά συμπεράσματα της Ενδιάμεσης Έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα στις 30 Νοέμβρη, έρχονται να επιβεβαιώσουν τα μέχρι πρότινος στοιχεία του Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ (τ. 13, Νοέμβρης 2022) ότι η αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά (ενέργεια και τρόφιμα), δεν εκτινάσσει μόνο τον πληθωρισμό, αλλά έχει και σημαντικές επιπτώσεις στα πολύ χαμηλά εισοδήματα, με μηνιαίο εισόδημα μικρότερο των 750 ευρώ, που τους επιφέρει μια απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης έως και 40%.

Σύμφωνα με την καινούργια Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023. Μάλιστα, οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται ακόμη χειρότερες για εκείνους που εργάζονται σε άτυπες και επισφαλείς θέσεις εργασίας. Αν λάβουμε υπόψη ότι το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης (παρότι περιορίστηκε το β’ τρίμηνο του 2022), τότε καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό γίνεται το πρόβλημα της επιβίωσης των μισθωτών. Δεν είναι τυχαίο ότι το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμεί να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορεί να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Εδώ να επισημάνουμε ότι ο κύριος όγκος των υποαπασχολούμενων είναι παραγωγικών ηλικιών 30-44 ετών.

Τις δραματικές συνέπειες από την αύξηση των τιμών στην ενέργεια και τα τρόφιμα έρχεται να επιβεβαιώσει και η πρόσφατη έρευνα (Νοέμβρης 2022) του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η οποία δείχνει ότι η πλειονότητα των πολιτών ακυρώνει δαπάνες διασκέδασης (εστίαση, διακοπές, ταξίδια), ενώ μειώνει δραστικά δαπάνες που αφορούν την κατανάλωση ρεύματος και αγορές σε είδη τροφίμων. Για την ακρίβεια ένας στους δύο καταναλωτές μειώνει τις αγορές για βασικά καταναλωτικά είδη, δύο στους τρεις μειώνουν την κατανάλωση ρεύματος, και ένας στους πέντε αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεών του.

Όπως επισημαίνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 2023 θα είναι έτος σημαντικών προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία δεν διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα της δυναμικής της.

Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάζεται η προστασία των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, που στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Δεν είναι τυχαίο που η σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες (να πούμε ότι στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%). Μαζί με αυτά, θα πρόσθετα ότι το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, προκειμένου να μπει φραγμός στην συνεχιζόμενη απαξίωση της εργασίας εδώ και μια δεκαετία, θα πρέπει να διεκδικήσει δυναμικά και την εφαρμογή της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας, ως ένα βασικό μέσο προστασίας των εργαζομένων και πίεσης απέναντι στην κερδοσκοπία, ούτως ώστε όσο θα αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων θα αυξάνονται και οι μισθοί.

Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook 
Ακολούθησε μας στο Twitter
Ακολούθησε μας στο Instagram

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το radikal.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά Άρθρα

Η επιβάρυνση της τιμής του βρεφικού γάλακτος: Κυβερνητικές πολιτικές χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο

Στην Ελλάδα, η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών του βρεφικού γάλακτος έχει επιβαρύνει σημαντικά τις οικονομίες των νέων οικογενειών, μετατρέποντας μια βασική ανάγκη σε πηγή οικονομικής