Ένα ποίημα του τούρκου ποιητή Κιουτσούκ Ισκεντέρ (28/5/1964 – 03/07/2019) σε μετάφρασή του ξανθιώτη δικηγόρου-μεταφραστή Σαμπρή Χατζή Ιμπράμ.
Σε μιαν αυλή φωτισμένη με φθηνές χρωματιστές λάμπες
έχω ένα μικρό τακτοποιημένο σπίτι με εμπειρίες
Στο ξύλινο τραπέζι ρακί, πιλακί, λευκό τυρί και σαρμάδες
δυο τρεις φίλοι κάνουμε μια τελευταία κουβέντα
Ο βραδινός άνεμος καλύπτει με δέρμα ζαρκαδιού τις φωνές μας
Τα επίθετα υπερνικούν τα ονόματα τις ώρες τούτες γεμάτα αυτοπεποίθηση
Μεγαλώσαμε πολύ για να μιλούμε για έρωτες
Και στα τραπέζια τα θέματα του τόπου μας είναι πλέον βαρετά
Και καθώς σηκώνουμε το κεφάλι μας στον ουρανό που σκοτεινιάζει
ομιλούμε μέσα από τα κορμιά μας που ανοίξανε πανιά στο κενό
Ο θάνατος είναι για όλους πλέον ένας κοντινός συγγενής
που άξαφνα μπορεί να φθάσει
Για τον λόγω τούτο λοιπόν όλοι κοιτούν την άδεια καρέκλα
Άραγε σε ποιόν θα εμφανισθεί οσονούπω απρόσκλητος
και θα γκρεμιστούν με θόρυβο πιάτα και ποτήρια
Στην αρχή μια τρελή αναστάτωση, κι’ ύστερα απόλυτη σιωπή
Ένας λειψός, όλοι στο πόδι έντρομοι, και πόνος
Και στην αυλή αυτός ο ξαπλωμένος χάμω ένας εξ ημών επιλαχών
Κι’ εμείς κάτι παλαιοί αλήτες που δε μπορούν πλέον ούτε σε βελόνα να περάσουνε κλωστή
ένα βίτσιο περίεργο η προσπάθεια να ζήσουμε σε αυτόν τον πελώριο κόσμο μια ζωή μικρή
Κιουτσούκ Ισκεντέρ
Μετάφραση: Σαμπρή Χατζή Ιμπράμ