Υποστηρίζω ότι είναι λανθασμένη η άποψη του ΚΚΕ και ορισμένων φεμινιστριών σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας, στην οποία αντιτίθενται σφόδρα και συλλήβδην (!!) για όλα τα ζευγάρια (ετερόφυλα και ομόφυλα), με το επιχείρημα περί εκμετάλλευσης της γυναίκας (που θυμίζει αντίστοιχη εσφαλμένη θέση τους στο ζήτημα της εθελοντικής πορνείας).
Σύμφωνα με το θεσμό της παρένθετης μητρότητας, που ισχύει στο ελληνικό Δίκαιο πάνω από είκοσι χρόνια, η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων ξένων προς την ίδια και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπονται εφόσον υπάρχει συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει.
Το επιχείρημα των εχθρών της παρένθετης μητρότητας εστιάζει στο ζήτημα της χρηματικής συναλλαγής. Όμως ο Αστικός Κώδικας είναι σαφής. H συμφωνία για κυοφορία από τρίτη γυναίκα πρέπει να γίνεται χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα (άρθρο 1458 εδ. α ΑΚ) και αν αυτό συμφωνηθεί η συμφωνία καθίσταται άκυρη. Η προϋπόθεση της μη ανταλλακτικής σχέσης πηγάζει από το φόβο ότι η συμφωνία παρένθετης μητρότητας οδηγεί στην εμπορευματοποίηση, αφού τόσο η κυοφόρος όσο και το παιδί που θα γεννηθεί γίνονται αντικείμενα συναλλαγής και με τον τρόπο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί ο χώρος της οικογένειας σε χώρο διαπραγμάτευσης στην οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, ο όρος του μη ανταλλάγματος υποδηλώνει τη σωστή πρόθεση του νομοθέτη για την εξασφάλιση μιας ηθικά ανεπίληπτης συμφωνίας ανάμεσα στα μέρη, καθώς δεν θεωρείται ως ηθικά αποδεκτή η εξάρτηση της ίδρυση σχέσης μητρότητας από την ύπαρξη οικονομικής ωφέλειας. Σημειώνεται, πάντως, ότι δεν συνιστά αντάλλαγμα η καταβολή των δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία και κάθε σχετική ζημία της κυοφόρου γυναίκας εξαιτίας της αποχής της από την εργασία καθώς και οι αμοιβές για εξαρτημένη εργασία, τις οποίες στερήθηκε λόγω απουσίας με σκοπό την επίτευξη εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία.
Σύμφωνα με τη φιλοσοφική σκέψη του Καντ, η ανθρωπότητα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνον ως μέσον, και όχι ταυτόχρονα και ως σκοπός, αφού η βούληση του ηθικού προσώπου είναι εκείνη που θέτει τους σκοπούς της, γεγονός που καθιστά τον άνθρωπο αυτοσκοπό. Με βάση τη θεώρηση αυτή, που συμμερίζονται το ΚΚΕ και ορισμένες φεμινίστριες, είναι απαράδεκτος ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας.
Στον αντίποδα της καντιανής συλλογιστικής, την οποία άκριτα αποδέχονται φεμινιστικές απόψεις που υποτιμούν την ελευθερία της βούλησης του υποκειμένου, υπάρχει η ελευθεριακή αριστερή προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η ηθική αξία ή απαξία μιας συμπεριφοράς δεν μπορεί να κρίνεται βάσει των προθέσεών του δρώντος υποκειμένου, οι οποίες αποτελούν υποκειμενικό και δύσκολα ανιχνεύσιμο κριτήριο, αλλά πρέπει να υπολογίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο επί τη βάσει της ωφέλειας ή της βλάβης που θα προκύψει από την όποια επιλογή του ηθικού προσώπου, τόσο για το ίδιο όσο και αναφορικά με την γενική ευδαιμονία ή το κοινό καλό. Κατά συνέπεια, μία πράξη είναι ηθικά ορθή όταν εξασφαλίζει την ευτυχία όσο το δυνατόν περισσοτέρων εμπλεκομένων.
Κεντρική θέση αυτής της ορθής αριστερής ελευθεριακής προσέγγισης είναι η επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά την παρένθετη μητρότητα, θα πρέπει να εξετασθούν οι συνέπειες της τόσο για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δηλαδή τη φέρουσα, την κοινωνική μητέρα και το παιδί που θα γεννηθεί, όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Είναι γεγονός ότι μέσω του θεσμού της παρένθετης μητρότητας διευκολύνεται η τεκνοποίηση ατόμων που αδυνατούν να τεκνοποιήσουν άλλως. Έτσι, συντελείται η ευτυχία μιας μεγάλης μερίδας ατέκνου πληθυσμού.
Περαιτέρω, η παρένθετη μητέρα που κυοφορεί οικεία βουλήσει και όχι καταναγκαστικά αισθάνεται ευτυχισμένη που προσφέρει ένα σημαντικό «δώρο» σε κάποιον που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει με άλλο τρόπο. Ωστόσο, τα αισθήματα αυτά δύνανται να μην είναι ομοιόμορφα, καθώς ενίοτε η παρένθετη μητέρα μπορεί να δεθεί συναισθηματικά με το παιδί που κυοφορεί και να αισθανθεί δυστυχισμένη με τον νομικό αποχωρισμό από το παιδί που φέρει στο σώμα της. Το τέκνο που θα γεννηθεί μέσω του θεσμού της παρένθετης μητρότητας καρπώνεται το όφελος της γέννησης του, η οποία σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβεί. Περαιτέρω, η νομική ρύθμιση του θεσμού της παρένθετης μητρότητας είναι επωφελής για το παιδί, διότι σε περίπτωση μη ρυθμίσεως, η παρένθετη μητρότητα θα μπορούσε να λάβει χώρα, δημιουργώντας έωλες σχέσεις συγγένειας για το παιδί που θα γεννιόταν.
Μάλιστα, εκτός από το επίδομα μητρότητας, που ορθά το 2017 επεκτάθηκε και στις παρένθετες μητέρες, θα ήταν δίκαιο να υπήρχε και ένα είδος επιπρόσθετου αυξημένου ειδικού κρατικού επιδόματος για μια παρένθετη μητέρα, ως αποζημίωση για την πολύμηνη ταλαιπωρία στο να υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση, να αλλάξει τη διατροφή και τις καθημερινές της συνήθειες για τους εννέα μήνες της κυοφορίας και να βιώσει τους πόνους του τοκετού, προκειμένου να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, από το οποίο υποχρεώνεται αμέσως να αποχωριστεί. Μάλιστα, προσφέρει με προσωπικό κόπο μια πολύτιμη υπηρεσία που δεν διαφέρει ουσιωδώς από άλλες πολύ δύσκολες εργασίες που αφορούν σε φροντίδα του συνανθρώπου, όπως είναι αυτή του μόνιμου νοσηλευτή κατ’ οίκον.
Επίσης, το επιχείρημα περί «μηχανής αναπαραγωγής» υποτιμάει το στοιχείο της ελεύθερης βούλησης, που μπορεί να συνίσταται πχ στο ειλικρινές ενδιαφέρον μιας θείας ή μιας ξαδέρφης να βοηθήσει με τον τρόπο αυτόν ένα ζευγάρι, ή έστω μιας φοιτήτριας να βγάλει κάποια εύκολα έξοδα, χωρίς να υποστεί κάποια βλάβη οργανική.
Συμπερασματικά, η παρένθετη μητρότητα σχετίζεται άρρηκτα με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος και πρέπει να διακρίνεται από άλλες περιπτώσεις όπου όντως τίθεται παραβίαση ελεύθερης βούλησης, όπως πχ η πώληση νεφρού, την οποία δεν απορρίπτουν οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί. Όμως το ζητούμενο είναι η ελευθεριακότητα και όχι ο νεοφιλελευθερισμός, και αυτό αρνούνται να το κατανοήσουν τόσο οι εχθροί της ελευθεριακότητας όσο και οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού. Τα κριτήρια διαφοροποίησης πρέπει να είναι σαφή. Στην περίπτωση της εγκυμοσύνης δεν προκαλείται κατά κανόνα βλάβη στην υγεία του ατόμου που δέχεται τη σύμβαση, ενώ στην περίπτωση της πώλησης νεφρού υπάρχει σαφής ιατρική ζημιά, από την οποία ΤΕΚΜΑΙΡΕΤΑΙ ότι αν υπήρχε πραγματικά ελεύθερη βούληση (δηλαδή μη υπαγορευόμενη από τη φτώχεια) το άτομο ΔΕΝ θα προχωρούσε στη σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης. Μπορεί να φαίνονται λίγο νομικίστικα αυτά, αλλά χωρίς αυτά δεν μπορούμε να δώσουμε ικανοποιητική και πειστική πολιτική απάντηση που να συνδυάζει ελευθεριακότητα αλλά και προστασία των φτωχών.