Μεγάλη συζήτηση άνοιξε το τελευταίο διάστημα σχετικά με την περίφημη τροπολογία Καιρίδη που δήθεν νομιμοποιεί μετανάστες
Ο Αντώνης Σαμαράς μάλιστα άδραξε για ακόμη μια φορά την ευκαιρία ζητώντας την απόσυρση ακόμη και αυτού του μέτρου που είναι δώρο στα χέρια των εργοδοτών πρωτίστως και όχι των μεταναστών. Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Ούτε έγινε σε μια νύχτα η ΝΔ του Μητσοτάκη φιλική στους μετανάστες, ούτε η τροπολογία της εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Τροπολογία Καιρίδη
H βασική ρύθμιση της τροπολογίας είναι η εξής: Μειώνεται ο χρόνος απόκτησης της άδειας διαμονής για έναν μετανάστη από τα επτά χρόνια στα τρία, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύει ότι έχει κάποια προσφορά για δουλειά από εργοδότη και στη συνέχεια ότι εργάζεται σε αυτήν. Συνιστά η συγκεκριμένη ρύθμιση νομιμοποίηση σύμφωνα με τον αξιολογικό κώδικα της Αριστεράς; Σε καμία περίπτωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μία από τις ερωταπαντήσεις που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Εργασίας αναφορικά με τη ρύθμιση «Η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν παρέχει κανένα άλλο δικαίωμα. Ούτε καν αυτό της οικογενειακής επανένωσης. Ούτε οδηγεί σε μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα και, σε καμία περίπτωση, στην ελληνική ιθαγένεια. Το μόνο δικαίωμα που έχουν οι ωφελούμενοι είναι η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για όσο εργάζονται. Αν σταματήσουν να εργάζονται, επιστρέφουν στο προηγούμενο καθεστώς, με τη διαφορά ότι η Πολιτεία διαθέτει όλα τα στοιχεία τους και είναι πλήρως καταγεγραμμένοι και ταυτοποιημένοι».
Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήρε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία για να εξυπηρετήσει τους Έλληνες εργολάβους, βιομήχανους και γαιοκτήμονες. Η έλλειψη ανειδίκευτων εργατών στα μεγάλα έργα των αστικών κέντρων, τα εργοστάσια και τα χωράφια, δημιούργησε την ανάγκη χορήγησης αδειών διαμονής και εργασίας σε μετανάστες που έχουν συμπληρώσει μια τριετία στη χώρα προκειμένου να καλυφθούν τα κενά σε εργατικά χέρια. Στην Ευρώπη Φρούριο της τελευταίας δεκαετίας έχουμε δει πάρα πολλές φορές να ανοίγει και να κλείνει η κάνουλα των μεταναστευτικών ροών ανάλογα με τις ανάγκες εργατικού δυναμικού που είχε ανά περιόδους ο εκάστοτε ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Το ίδιο επιχειρεί και τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Χορηγεί άδειες διαμονής που ανακαλούνται αυτομάτως εάν ο/η μετανάστης/τρια διακόψει την εξαρτημένη σχέση εργασίας. Την ίδια στιγμή το κράτος αυξάνει τα έσοδά του από τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές τους, ενώ παράλληλα τους φακελώνει κρατώντας όλα τα στοιχεία τους προς κάθε χρήση.
Η λογική της εργαλειοποίησης των μεταναστών, έχει γίνει ευαγγέλιο για την ευρωπαϊκή ηγεσία που επιχειρεί να κρατήσει και τους κεφαλαιοκράτες χορτάτους και τα ακροδεξιά ακροατήρια ικανοποιημένα. Στην Ελλάδα, μάλιστα έχουμε και απευθείας παραγγελίες των εκάστοτε καπιταλιστών στις κυβερνήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ΑΠΕ στις 8 Νοεμβρίου, αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι ο CEO της Lamda Development «αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, δίνοντας έμφαση σε νομοθετικές παρεμβάσεις της πολιτείας που θα πρέπει να ληφθούν τους αμέσως επόμενους μήνες, προκειμένου εργατικό δυναμικό εκτός Ευρώπης να μπορεί να εργαστεί στην χώρα μας». Ενάμιση μήνα μετά η νομοθετική παρέμβαση ήρθε.
Σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε τη σημασία που έχει για τους μετανάστες έστω και αυτή μορφή κρατικής αναγνώρισης. Το γεγονός για παράδειγμα ότι θα έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες κλπ. Σίγουρα πολλοί από τους μετανάστες θα είδαν ως ένα παραθυράκι ελπίδας, έστω και αυτή τη ρύθμιση. Όμως σε καμία περίπτωση η τροπολογία Καιρίδη δεν συνιστά νομιμοποίηση ή φιλομεταναστευτική πολιτική. Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, οφείλει αυτό να το κάνει σαφές με κάθε τρόπο.
Αφιλόξενη Ευρώπη
Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, η Ευρώπη θωρακίζεται ακόμη πιο σκληρά απέναντι στα νέα μεταναστευτικά κύματα. Σε αντίθεση με τον ελληνικό καπιταλισμό που αναζητά εναγωνίως εργατικά χέρια, η Βρετανία και η Γαλλία κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση.
Στη Βρετανία ο Σούνακ έχει βρεθεί σε αδιέξοδο καθώς το περίφημο σχέδιο «Ρουάντα» κρίθηκε παράνομο από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας. Το σχέδιο αυτό αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της αντιμεταναστευτικής πολιτικής των Τόρις και προέβλεπε την απέλαση στη Ρουάντα μεταναστών και προσφύγων που δεν πληρούν τα κριτήρια για τη χορήγηση ασύλου στη Βρετανία. Παρόλα αυτά ο Βρετανός πρωθυπουργός δείχνει διατεθειμένος να μην κάνει πίσω στην εφαρμογή του περίφημου αυτού σχεδίου, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται σύγκρουση με το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συγκεκριμένα ο Βρετανός πρωθυπουργός σε μάζωξη του ακροδεξιού κόμματος της Μελόνι ακριβώς πριν τις γιορτές δήλωσε «Οι εγκληματικές συμμορίες βρίσκουν τους πιο άσχημους τρόπους για να εκμεταλλευτούν την ανθρωπιά μας και δεν έχουν πρόβλημα να θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων βάζοντάς τους σε βάρκες (..) Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα, οι αριθμοί θα αυξηθούν. Θα κατακλύσουν τις χώρες μας και την ικανότητά μας να βοηθήσουμε εκείνους που πραγματικά χρειάζονται τη βοήθειά μας περισσότερο». Οι βρετανκές αρχές εκτιμούν ότι μόνο το 2022 έφτασαν στις ακτές τους, κυρίως με μικρά πλαστικά πλοιάρια, περισσότεροι από 45.775 άνθρωποι, ενώ στο εννεάμηνο του 2023 οι αφίξεις ξεπέρασαν τις 20.000. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σούνακ ποντάρει στην αντιμεταναστευτική πολιτική. Εκτός όμως από το πολιτικό σκέλος υπάρχει και το οικονομικό. Όπως σημειώνει ο βρετανικός Guardian, η κυβέρνηση έχει ήδη πληρώσει περισσότερες από 140 εκατ. λίρες στην κυβέρνηση της Ρουάντα στο πλαίσιο αυτού του πρότζεκτ, ενώ έχει αρνηθεί να δώσει λεπτομέρειες για άλλα συναφή έξοδα.
Οξυμένα, όμως είναι τα πνεύματα γύρω από το μεταναστευτικό και στη Γαλλία. Ο Μακρόν βρίσκεται επίσης υπό πίεση και με έντονη κριτική από τα αριστερά του καθώς το περίφημό του νομοσχέδιο για τη μετανάστευση υπερψηφίστηκε με την υποστήριξη του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν. Ο κυβερνητικός συνασπισμός του Μακρόν διασπάστηκε, εν μέσω αντιδράσεων για το επίμαχο νομοσχέδιο, το οποίο θεωρήθηκε πολύ δεξιό από πολλούς κεντρώους βουλευτές. Βασικά σημεία του νομοσχεδίου είναι η αυστηροποίηση των κανονισμών για την παράνομη μετανάστευση, ο περιορισμός της πρόσβασης σε επιδόματα πρόνοιας, ενώ προβλέπει πως ορισμένες παροχές κοινωνικής ασφάλισης για μετανάστες θα απαιτούν πέντε χρόνια παραμονής στη χώρα ή 30 μήνες εργασίας. Επιπλέον, καθιστά δυσκολότερη τη λήψη γαλλικής υπηκοότητας από παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στη Γαλλία και αυστηροποιεί τους κανόνες για τους ξένους φοιτητές.
Η Μαρίν Λεπέν έσπευσε να ιδιοποιηθεί τη νομοθετική πρωτοβουλία Μακρόν κάνοντας λόγο για ιδεολογική της νίκη. «Ο νόμος κατοχυρώνει πλέον […] το πλεονέκτημα των Γάλλων έναντι των αλλοδαπών που βρίσκονται στην επικράτειά μας σε σχέση με συγκεκριμένες κοινωνικές παροχές με τρόπο που μέχρι σήμερα δεν ήταν όσο αυστηρός θα μας άρεσε» δήλωσε χαρακτηριστικά. Την ίδια στιγμή η «προοδευτική» πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος εξέφρασε έντονες αντιδράσεις κατηγορώντας τον Μακρόν και την πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν ότι ενδίδουν στις πιέσεις της Δεξιάς. Απότοκο των αντιδράσεων του κυβερνητικού στρατοπέδου υπήρξε μάλιστα η υποβολή παραίτησης εκ μέρους του υπουργού Υγείας Ορελιέν Ρουσό, ο οποίος ζήτησε να απαλλαγεί από το αξίωμά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Άλλοι βουλευτές του Μακρόν κατήγγειλαν τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά, σχολιάζοντας πως η Λεπέν έδωσε στο κόμμα τους το «φιλί του θανάτου».
Μετανάστες, εργατικά δικαιώματα, Αριστερά
Είναι σαφές ότι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη των καπιταλιστών, το μεταναστευτικό υποκείμενο γίνεται δεκτό κατά το δοκούν. Ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου σε φθηνά εργατικά χέρια, οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης είτε παραχωρούν βραχυχρόνιες άδειες διαμονής και εργασίας όπως στην Ελλάδα, είτε κάνουν τη ζωή των μεταναστών μαρτύριο όπως στη Γαλλία, είτε επιχειρούν να τους στείλουν στη… Ρουάντα όπως στη Βρετανία. Ο ρυθμιστής της υιοθέτησης και εφαρμογής της εκάστοτε πολιτικής δεν είναι τίποτε άλλο από την αγορά και τις ανάγκες της.
Ποιος ξεχνάει άλλωστε ότι το 2022, ο τότε αρμόδιος υπουργός Μετανάστευσης κ. Μηταράκης περιόδευσε σε χώρες προέλευσης μεταναστών επιχειρώντας για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία να συνάψει διμερείς συμβάσεις χορήγησης φθηνών εργαζομένων στον ελληνικό καπιταλισμό; Οι συζητήσεις έγιναν κυρίως με το Μπαγκλαντές και την Αίγυπτο, αλλά ευδοκίμησαν μόνο για το πρώτο, καθώς η συμφωνία με την Αίγυπτο θεωρήθηκε από τους Έλληνες εργοδότες ως υπέρ-προστατευτική για τους Αιγύπτιους εργαζόμενους εργάτες γης. Γιατί; Γιατί η σύμβαση με την Αίγυπτο προέβλεπε έλεγχο από επιτροπή της αιγυπτιακής κυβέρνησης για το αν οι Αιγύπτιοι που έρχονται στην Ελλάδα, ζουν και εργάζονται υπό τις πρέπουσες συνθήκες. Αν δηλαδή, τηρούνται τα ωράρια, οι μισθοδοσίες, οι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και διαβίωσης εν γένει.
Αυτό το τελευταίο ενόχλησε τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες που ως πρωταρχικό μέλημα έχουν την εύρεση υποτιμημένης και φθηνής εργασίας. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί εν μέρει η τροπολογία Καιρίδη. Δίνει υποτυπώδη δικαιώματα σε μια μερίδα μεταναστών που βρίσκονται ήδη στη χώρα, προκειμένου πάνω από τα κορμιά τους να περάσει το περίφημο τρένο της ανάπτυξης. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε θεσμοθετημένα πλέον να δουλεύουν οι μετανάστες ως εργάτες δεύτερης κατηγορίας είτε στα μεγάλα αστικά εργοτάξια, είτε στα φραουλοχώραφα, είτε στα τουριστικά κάτεργα χωρίς καμία δυνατότητα αντίστασης, αφού οποιαδήποτε αντίδρασή τους, θα οδηγούσε τα αφεντικά σε απόλυση και τους ίδιους είτε σε εθελούσια έξοδο από τη χώρα, είτε σε απέλαση. Κάπως έτσι τίθενται εκ νέου οι βάσεις για χαμηλούς μισθούς, εξαντλητικές συνθήκες εργασίας και σκληρή εκμετάλλευση των μεταναστών εργαζομένων.
Απέναντι σε όλα αυτά, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά οφείλουν να αντιδράσουν. Οφείλουν να επανανοηματοδοτήσουν στο δημόσιο λόγο την πραγματική έννοια της νομιμοποίησης, να συνδεθούν με τους/ις μετανάστες/τριες σε κοινούς αγώνες και να βάλουν φρένο στα σχέδια του Μητσοτάκη για το τσάκισμα του πιο ευάλωτου τμήματος της εργατικής τάξης. Αυτό απαιτεί το επόμενο διάστημα κοινό βηματισμό ντόπιων και ξένων εργαζόμενων, συσπείρωση γύρω από τα σωματεία και πολιτική εκπροσώπηση από τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά. Δεν είναι εύκολο, όμως μόνο ένα μαζικό εργατικό-αντιρατσιστικό κίνημα που θα ξεδιπλώνεται σε κάθε κοινωνικό χώρο, μπορεί να αλλάξει από τη ρίζα της την υπάρχουσα συζήτηση.
Νικόλας Κολυτάς