Το 1941, ο Βίλχεμ Ράϊχ, εισήγαγε τον όρο «συγκινησιακή πανούκλα», προκειμένου να περιγράψει όλες τις μορφές κοινωνικής παθολογίας, παραλογισμού και καταστροφικότητας, οι οποίες συνήθως καλύπτονται κάτω από το πέπλο μιας ιδεολογίας ή θρησκείας, που υποτίθεται υπηρετεί κάποιο «καλό σκοπό».
Βασικά χαρακτηριστικά της «συγκινησιακής πανούκλας» ή του «πανουκλιασμένου» (βλ. νευρωτικού) ανθρώπου είναι ο θεσμοποιημένος μυστικισμός, η συνωμοσιολογία, η κατασκοπία, η δυσφήμηση, η πονηριά, το ψέμα, η δολοπλοκία, η υποκρισία, η καταστροφή υπολήψεων, ο γραφειοκρατικός αυταρχισμός (καλπασμός προς την εξουσία και κατάχρησή της), ο τρόμος της απειλής του θανάτου, η ανικανότητα για αγάπη και άρα η κρυψίνοια, το μίσος και ο φόβος προς τους ανθρώπους. Δηλαδή, τα αντίθετα από την αλήθεια, τη χαρά, τη δημιουργικότητα, τον έρωτα, τη ζωή.
Βρίσκει δε μεγάλη εφαρμογή στην πολιτική ζωή, όπου συνήθως αποδίδει στα θύματα τις προθέσεις των εξουσιαστών (όπως για παράδειγμα στις Δίκες της Μόσχας 1936-38, την εποχή του μεγάλου σταλινικού τρόμου, ή το γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Στάλιν-Χίτλερ, γνωστό και ως Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, ή οι ψευδείς κατηγορίες εναντίον του Τρότσκι και των υποστηρικτών του).
Όμως, όπως επεσήμανε ο Ράϊχ, κάτω από τον προστατευτικό μανδύα της «συγκινησιακής πανούκλας», διαπράττονται αμέτρητες δολοφονίες, εγκλείονται σε ψυχιατρεία και αναμορφωτήρια πολλοί έντιμοι άνθρωποι, βιώνουν αγωνίες και ακρωτηριάζονται ψυχικά για όλη τους τη ζωή εκατομμύρια αθώα μωρά και παιδιά, απλά και μόνο χάρις μιας ψευτοηθικής.
Γιατί, τα αναφέρουμε όλα αυτά; Επειδή, η ταινία, «Ο σύντροφος Βολκονόγκοφ απέδρασε», επί της ουσίας δείχνει όλα τα παραπάνω στην εποχή των σταλινικών εκκαθαρίσεων, ιδιαίτερα το 1938, που ήταν η κορύφωσή τους.
Ο νεαρός λοχαγός Φίοντορ Βολκονόγκοφ, πιστό όργανο της NKVD (μυστική αστυνομία), ο οποίος έχει υποβάλλει πολλούς αθώους κρατούμενους σε «ειδικές μεθόδους ανάκρισης», όπως τις ονομάζει, με ψευδείς κατηγορίες όπως ότι είναι «μέλη αντεπαναστατικών ομάδων», «προδότες», «σαμποτέρ», «τρομοκράτες», κ.λπ., αρχίζει να προβληματίζεται όταν γίνεται μάρτυρας κάποιων ύποπτων καλεσμάτων «επαναξιολόγησης» μιας σειράς συναδέλφων του, οι οποίοι όμως δεν επιστρέφουν ποτέ στην υπηρεσία, προφανώς γιατί γνώριζαν πολλά. Νιώθοντας πως πλησιάζει η σειρά του, αποφασίζει να δραπετεύσει. Βρίσκεται, πλέον, ο ίδιος κυνηγημένος, ως «αποστάτης», και μάλιστα από τους πρώην συντρόφους του. Κρυβόμενος ανάμεσα σε κάποιους άστεγους, συμμετέχει σε ομαδικό τάφο τόσο εκτελεσμένων πολιτών όσο και συναδέλφων του. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους είναι και ένας φίλος του από την ίδια υπηρεσία, ο οποίος με ένα μεταφυσικό τρόπο, του δίνει το μήνυμα ότι αν θέλει να πάει στον «παράδεισο», θα πρέπει να πάρει συγχώρεση από τον συγγενή κάποιου από τα θύματά του. Διωκόμενος, ο Φίοντορ, και συνειδητοποιώντας τι έχει κάνει, ξεκινά ένα αγώνα δρόμου προκειμένου να βρει εξιλέωση, ενώ η NKVD είναι στο κατόπι του. Αναστοχαζόμενος τι έχει συμβεί, σχετικά με τα θύματά του, που ενώ δήλωναν ένοχοι ήταν αθώοι, θυμάται το διάλογο με ανώτερο αξιωματικό του, ο οποίος του είπε ότι «Δηλώνουν αθώοι γιατί είναι. Απλά, επειδή είναι αναξιόπιστοι, λαμβάνουμε προληπτικά μέτρα πριν γίνουν προδότες, γι’ αυτό τους εκτελούμε».
Η εν λόγω ταινία, θυμίζει έντονα την περίπτωση του Ιγκνάς Ράϊς (Ιγκνάς Πορέτσκι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα). Ο Ιγκνάς Ράϊς, μαζί με άλλα νεαρά στελέχη του Κ.Κ. Πολωνίας, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο νεοσύστατο σοβιετικό κράτος, ως μέλος του Γραφείου Πληροφοριών του Στρατού (Τέταρτο Γραφείο), δρώντας κυρίως στο εξωτερικό. Τα χρόνια 1929-32, που έζησε στη Μόσχα, ήταν μάρτυρας των πρώτων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Στον τελευταίο διορισμό του στο Παρίσι, διαπιστώνει ότι οι παλιοί του συνεργάτες, που ήταν αφοσιωμένοι επαναστάτες, είχαν αντικατασταθεί από αναλώσιμους γραφειοκράτες. Η γυναίκα του, Έλσα Πορέσκι, που ήταν το 1936 στη Μόσχα, είδε την τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, όπως και τον φόβο και την απογοήτευση των παλιών συντρόφων της. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, ο Ιγκνάς Ράϊς αποφασίζει να δώσει ένα τέλος στην εσωτερική του σύγκρουση. Στέλνει στην Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ. Σοβιετικής Ένωσης, μια συγκλονιστική και αποκαλυπτική Επιστολή παραίτησης, στις 17-7-1937, επιστρέφοντας το παράσημό του, και καταγγέλλοντας τα εγκλήματα του Στάλιν, ενώ ταυτόχρονα τάσσεται υπέρ της οικοδόμησης μιας νέας 4ης Διεθνούς, η οποία δημιουργήθηκε στις 3-9-1938. Μόνο, που ο ίδιος, δεν μπόρεσε να δει την ίδρυσή της, διότι στις 4-9-1937, δύο μήνες μετά την Επιστολή παραίτησής του, βρέθηκε το πτώμα του κοντά στη Λωζάνη, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες χάθηκαν όλοι οι φίλοι του, χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, δολοφονημένοι από πράκτορες του Στάλιν. Όλα αυτά, τα περιγράφει η γυναίκα του, Έλσα Πορέσκι, στο βιβλίο της, με τίτλο: «Οι Δικοί μας. Η ζωή και ο θάνατος ενός σοβιετικού πράκτορα» (εκδόσεις futura, Αθήνα 2020).
Επιστρέφοντας στην ταινία, θα μπορούσαμε να την δούμε ως μια καταγγελία ενάντια στα χειρότερα και ταπεινότερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τα οποία ενθαρρύνονται από τις εκάστοτε εξουσίες, οι οποίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος την αδράνεια, την ακινησία, και τον φόβο των ανθρώπων μπροστά στην ελευθερία και την αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση ο σταλινισμός, ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτή την αδράνεια, η οποία «έχει ως αιτία την θωράκιση», όπως λέει ο Ράϊχ, «πιστεύει […] ότι αυτό που αντιμετωπίζει είναι συνειδητή έχθρα ή συνειδητό ‘‘σαμποτάζ’’ αντιδραστικών», και άρα η μόνη λύση που απομένει είναι να οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα τους «σαμποτέρ».
Αυτή η πανούκλα δεν μπορεί να καταπολεμηθεί παρά μόνο αν «απαλύνουμε την αφόρητη πίεση που δέχεται ο λαός από την επίπλαστη εντιμότητα […]» και με τη δύναμη της αλήθειας.
Τέλος, να πούμε ότι η ταινία χαρακτηρίζεται από την επιβλητικότητα των σκηνικών της, με έντονα στοιχεία θρίλερ, αστυνομικής πλοκής, πολιτικών προεκτάσεων, ιστορικών γεγονότων και ψυχολογικών ερμηνειών.
Μία Απάντηση
που παιζεται η ταινια?