Εγκληματικότητα και καπιταλισμός

Στον καπιταλισμό υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες που οδηγούν τους ανθρώπους στη παραβίαση κοινωνικών κανόνων που γεννούν, αλλά και αναπαράγουν την εγκληματικότητα, ως Λερναία Υδρα. 

Βασική αιτία της εγκληματικότητας είναι ο εγωισμός, ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο εγωισμός έχει τις ρίζες του στις οικονομικές σχέσεις.

Καταρχάς, η αστική τάξη εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί με παράνομο όφελος το έγκλημα, στηρίζοντας τα οργανωμένα συμφέροντα, χρηματοδοτώντας οργανωμένες ομάδες, ξεπλένοντας «βρώμικο» χρήμα, ώστε να αναπτύσσονται νόμιμες ή και νομιμοφανείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, να διασφαλίζεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός και να ενισχύονται οι μονοπωλιακές συνθήκες, διατηρώντας τους μηχανισμούς δίωξης και την απονομή δικαιοσύνης σε προβληματική κατάσταση.

Συνεπώς, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξαφάνιση του φαινομένου της εγκληματικότητας, για πρόληψη ή για θεραπεία του μέσω της καταστολής.

Σύμφωνα με τη σωστή άποψη της δημοσιογράφου Ελένης Ζαφειρίου, η αντεγκληματική πολιτική που ασκείται στον καπιταλιστικό κόσμο είναι μια ουτοπική, προσχηματική και ιδεαλιστική πρακτική, η οποία μόνον ως διαχείριση των «αναπότρεπτων και μη αναστρέψιμων κακώς κειμένων» της κοινωνίας νοείται.

Επομένως, τα θεσμοθετημένα σωφρονιστικά μέτρα και σωφρονιστικά καταστήματα λειτουργούν σαν δεξαμενές παραγωγής νέων εγκληματιών, διότι αφενός δεν μπορεί να υπάρξει ανάλογο σύστημα κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, αφετέρου δεν υπάρχει κοινωνική μέριμνα για κοινωνική ένταξη των αποφυλακισμένων.

Συνεπώς, η οποιαδήποτε συζήτηση ή δραστηριότητα από αστούς επιστήμονες για διαμόρφωση αντεγκληματικής πολιτικής στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι ανεδαφική και λειτουργεί σαν άλλοθι των αστικών κυβερνήσεων για τη συγκάλυψη των αιτιών της ύπαρξης και της ανάπτυξης του φαινομένου, αλλά και σαν στάχτη στα μάτια των εργαζομένων για να αποδεχτούν στο όνομα του πραγματικού προβλήματος της εγκληματικότητας την ενίσχυση των κατασταλτικών θεσμών και μηχανισμών και την αφαίρεση δημοκρατικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Στην ιστορική διαδρομή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών αυτό που ορίζεται σαν άδικη πράξη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ενός κοινωνικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής, δεν ισχύει απαραίτητα σε ένα άλλο διαφορετικό σύστημα. Στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά συστήματα (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δουλοκτητική κοινωνία, φεουδαρχικό σύστημα, καπιταλισμός) ο ποινικός νόμος είτε εμπλουτιζόταν με νέες άδικες πράξεις είτε τα προβλεπόμενα αδικήματα υφίσταντο τροποποιήσεις προς το αυστηρότερο ή το επιεικέστερο είτε ακόμα καταργούνταν, αφήνοντας θέση για θέσπιση νέων αδικημάτων. Για παράδειγμα στην πρωτόγονη κοινωνία, με το δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την αντίστοιχη απουσία κάθε δυνατότητας ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ήταν αδύνατο να καταγραφούν, να περιγραφούν από το νόμο και να τιμωρηθούν πράξεις κλοπής, ληστείας, φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, μοιχείας κλπ.

Στη δουλοκτητική κοινωνία η δουλεία ή η θανάτωση του δούλου και της μοιχαλίδας δε συνιστούσαν άδικη πράξη. Αργότερα η κλοπή, η μοιχεία, η ανθρωποκτονία για οικονομικές διαφορές ή από ερωτικό πάθος, η ακούσια απαγωγή γυναικών εμπλουτίζουν τον κατάλογο των προβλεπόμενων και τιμωρούμενων πράξεων.

Κατά το μεσαίωνα, στο φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής, όπου η φιλοσοφική βάση των επιστημών ήταν το γαιοκεντρικό σύστημα, οποιαδήποτε επιστημονική ή άλλη άποψη διατάρασσε την πίστη περί ακινησίας της γης, άρα και της «αιωνιότητας» των επί της γης θεοκρατικών πολιτικών εξουσιών, ήταν τιμωρητέα από το νομοθετικό σύστημα ως πράξη μαγείας, έργο του σατανά και τιμωρούνταν με φρικτές ποινές (θάνατο στην πυρά, θανατηφόρα βασανιστήρια, απαγχονισμό, διαμελισμό σώματος κλπ.).

Στο αστικό καπιταλιστικό σύστημα, η δουλεία (πλήρης ιδιοκτησία και εξουσία ενός ανθρώπου πάνω σε άλλον) θεωρείται άδικη πράξη (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα υφίσταται αλλά με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, π.χ. δουλεμπόριο λαθρομεταναστών, μαζική σωματεμπορία, παιδική πορνεία και αποτελεί την 3η σε μέγεθος και τη 2η σε ταχύτητα αναπτυσσόμενη επικερδή δραστηριότητα), ενώ η συγκεκριμένη άδικη πράξη αποτελούσε την κυρίαρχη σχέση ιδιοκτησίας, σχέση παραγωγής στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία.

Στο δίκαιο των καπιταλιστικών κρατών για πολλά χρόνια η μοιχεία ως τιμωρούμενη πράξη αφορούσε μόνο τη γυναίκα και όχι τον άντρα. Ακόμη υπάρχουν κράτη που το δίκαιό τους δεν προστατεύει και δεν τιμωρεί πράξεις σωματικού ακρωτηριασμού, π.χ. κλειτοριδεκτομής. Σήμερα η μοιχεία έχει απαλειφθεί από την ποινική νομοθεσία πολλών κρατών.

Η τοξικοεξάρτηση σε εργατικές δυνάμεις εμφανίζεται με την αυγή της βιομηχανικής κοινωνίας, το 19ο αιώνα, όταν το αγγλικό προλεταριάτο εργάζεται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και με εξοντωτικό ωράριο στα εργοστάσια των καπιταλιστών, οπότε για να κατασιγάσει τον ψυχικό και σωματικό πόνο και τη διέγερση από την εξοντωτική εργασία, παραδίνεται στη χρήση οπίου. Το όπιο η Αγγλία το εισήγαγε από τις αποικίες της (Ινδία) και στη συνέχεια το εξήγαγε στην Κίνα, προκειμένου να κάνει από την Κίνα εισαγωγή τσαγιού, χωρίς να σπαταλήσει γι’ αυτή την εισαγωγή συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό, διεξάγοντας τον «πόλεμο του οπίου», κατακυρίευσε μια ολόκληρη χώρα, χαρίζοντάς της εκατομμύρια οπιομανών. Πριν από τη βιομηχανική εποχή της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής, η τοξικοεξάρτησηως κοινωνικό φαινόμενο και το σύστημα των διατάξεων περί απαγόρευσης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (ναρκωτικά) δεν μπορούσε να υφίσταται στον ποινικό νόμο των φεουδαρχικών ή προγενέστερων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.

Ομοια, οι διατάξεις περί ηλεκτρονικού εγκλήματος αντανακλούν εγκληματικότητα συνδεδεμένη με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που δεν υπήρχε σε προηγούμενη περίοδο ή προγενέστερα κοινωνικοοικονομικά συστήματα.

Επιπλέον η σωφρονιστική πρακτική του Μεσαίωνα που επέβαλλε την άσκηση σωματικών βασάνων ως τιμωρητικό και ποινικό σωφρονισμό έχει καταργηθεί και σήμερα με ρητές διατάξεις απαγορεύεται η χρήση βασάνων, όμως στην πράξη σε αρκετές περιπτώσεις βάσανοι χρησιμοποιούνται για να αποσπασθούν ομολογίες από υπόδικους.

«Στις εκμεταλλευτικές κοινωνίες κάποιοι από τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης αποκτούν τη μορφή νόμου, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις για την ανθρωποκτονία, τις σωματικές βλάβες κ.ά. Αυτές οι νομικές διατάξεις έχουν μεν ως στόχο τους την ασφάλεια της άρχουσας τάξης, αλλά είναι αναγκαίες και για τη σχετικά ομαλή κοινωνική συμβίωση, η οποία βεβαίως γίνεται με τους όρους του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού (καπιταλισμός) και με την προϋπόθεση ότι θα συμβάλουν στη διατήρησή του και αναπαραγωγή του.

Ωστόσο η απόλυτη εφαρμογή τέτοιων νομικών κανόνων είναι αδύνατη, αφού οι κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν το έδαφος για την παραβίασή τους».

Οσον αφορά τον ορισμό της πράξης ως «ΕΚΟΥΣΙΑΣ συμπεριφοράς του δράστη», οφείλουμε να προβληματιστούμε για την επίδραση που ασκούν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη διαμόρφωση προσωπικότητας, της ταξικής συνείδησης και της εν γένει κοινωνικής συμπεριφοράς ενός ατόμου. Από αυτή την άποψη υπάρχει η ατομική ευθύνη που διαμορφώνεται μέσα σε ιστορικά δοσμένα κοινωνικά πλαίσια.

Στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός, από την αστική διανόηση, της άδικης πράξης ως ΕΚΟΥΣΙΑΣ, δηλαδή ως ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ, αυτόβουλης και αβίαστης, εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα.

Στο έδαφος της καπιταλιστικής ταξικής κοινωνίας η ελευθερία του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής είναι αυτή που προστατεύεται από το πλέγμα των νομικών διατάξεων και είναι ισχυρότερη από την ελευθερία του μισθωτού εργάτη. «Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» (βλ. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης), άρα η τυπική ελευθερία του εκμεταλλευόμενου σταματά εκεί όπου αρχίζει η ουσιαστική ελευθερία του εκμεταλλευτή του. Συνεπώς είναι αδιανόητη η παραδοχή ύπαρξης ελευθερίας της βούλησης και εκδήλωσης εκούσιας συμπεριφοράς, υπό την έννοια της ελεύθερης και αβίαστης από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, δράσης, πολύ περισσότερο που στις συγκεκριμένες συνθήκες ολόκληρη τάξη ανθρώπων, η εργατική τάξη, καταπιέζεται, χειραγωγείται και υποδουλώνεται από την άρχουσα αστική τάξη, βιώνοντας ένα καθεστώς απόλυτης ουσιαστικά ανελευθερίας.

Πραγματικά, πόσο ελεύθεροι είναι οι εργάτες να διεκδικήσουν από τα χέρια του ιδιοκτήτη-εκμεταλλευτή τους την αφαίρεση των εργαλείων και των μηχανημάτων του εργοστασίου του και εν συνεχεία την κοινωνικοποίησή τους, ώστε αυτά να ανήκουν σε αυτούς που τα χειρίζονται και παράγουν το προϊόν, χωρίς να θεωρηθούν παραβάτες της κάθε φορά ισχύουσας ποινικής νομοθεσίας και χωρίς να τιμωρηθούν είτε ως στασιαστές είτε ως ληστές είτε ως συμμορίτες, υπεξαιρέτες κλπ. ??

Είναι αδιανόητο να συζητούμε περί ελευθερίας σε συνθήκες κοινωνικής καπιταλιστικής ανελευθερίας. Η έννοια της ελευθερίας είναι συμβατή μόνο με την έννοια και τις συνθήκες του κομμουνισμού. Στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία, τότε μόνο μπορούν να υπάρξουν συνθήκες ελευθερίας, διότι «μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν η αντίσταση των καπιταλιστών θα έχει τσακιστεί οριστικά, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι καπιταλιστές, όταν δεν θα υπάρχουν τάξεις (δηλαδή δεν θα υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ως προς τη σχέση τους με τα κοινωνικά μέσα παραγωγής) μόνον τότε εξαφανίζεται το κράτος και μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία… για τον απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι απολυτρωμένοι από την καπιταλιστική δουλεία από τις αναρίθμητες φρικαλεότητες, αγριότητες, παραλογισμούς και αισχρότητες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης που είναι γνωστοί από αιώνες και επαναλαμβάνονται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως τον ειδικό μηχανισμό καταναγκασμού που λέγεται κράτος».

Η ιστορία δείχνει ότι τελικά ο τρόπος παραγωγής των προϊόντων καθορίζει την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας, τις πολιτικές, νομικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις και τους αντίστοιχους θεσμούς. Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, όπου κυριαρχούσε η κοινοκτημοσύνη στα μέσα παραγωγής, δεν υπήρχαν τάξεις ούτε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Με την εμφάνιση της ατομικής παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις και ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και υποταγής. Οι άνθρωποι βιώνουν την αντίστοιχη κοινωνική αδικία και συγκροτούν τη συνείδησή τους ανάλογα με την πραγματικότητα που βιώνουν, με έναν όχι απόλυτο τρόπο, βεβαίως, αλλά στη βάση της διαλεκτικής σύνδεσης και αλληλεπίδρασης των δύο στοιχείων (κοινωνία -συνείδηση – κοινωνία). Η κοινωνική αδικία, γίνεται προσπάθεια από την άρχουσα τάξη, να συνειδητοποιείται σαν κάτι αυτονόητο, επιβεβλημένο, αμετάβλητο, νομοτελειακό.

Στο καπιταλιστικό σύστημα η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι το υπέρτατο δικαίωμα και ο βασικός παράγοντας της κοινωνικής αδικίας, η οποία εδράζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής με την απόσπαση και ιδιοποίηση ενός μέρους του παραγόμενου προϊόντος. Ο εργαζόμενος αποξενώνεται από το προϊόν που παράγει, δεν του ανήκει, παρά λαμβάνει μισθό, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων που έχει παραγάγει.

Η άφθονη παραγωγή κοινωνικού πλούτου από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, από τη μια και η αποστέρηση των εργαζομένων από τoν πλούτο που οι ίδιοι κάτω από σκληρές και πολλές φορές απάνθρωπες συνθήκες παράγουν, από την άλλη, συνιστούν τη σημαντικότερη αντίθεση, η οποία ευνοεί τη διαδικασία γέννησης του εγκληματικού φαινομένου σε ατομικό επίπεδο. Αυτή η αντίθεση εκλύει μεγάλες ποσότητες αντίδρασης, που συχνά φθάνει στην παραβίαση έννομων αγαθών, δηλαδή σε παράνομες πράξεις, όπως αυτές περιγράφονται στον ποινικό νόμο, ο οποίος μεριμνά στην προκειμένη περίπτωση για την κατασίγαση των αντιθέσεων που βρίσκονται στην υλική βάση της ζωής των ανθρώπων της συγκεκριμένης ταξικής κοινωνίας και που σαφώς προστατεύει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ο κλέφτης, ο ληστής, ο υπεξαιρέτης, ο φθορέας ξένης ιδιοκτησίας, δε θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που χαρακτηρίζει την κοινωνική δομή στην οποία ζουν, αλλά την οποία ιδιοκτησία στερούνται οι ίδιοι. Ο εγκληματίας δημιουργείται, κατασκευάζεται μέσα από μια κοινωνική διαδικασία, όπου οι υπέρτατες αξίες της ατομικής ιδιοκτησίας και της δίψας για πλούτο υπερτερούν της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Το καπιταλιστικό κέρδος, που εξασφαλίζεται με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και διευρύνεται με το μοίρασμα των αγορών με πολέμους, με κατασπατάληση των φυσικών πόρων, με καταστροφή του περιβάλλοντος, είναι ανώτερο από την ανθρώπινη ζωή.

Στο καπιταλιστικό σύστημα οι αξίες της ατομικής ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού, η καπιταλιστική ηθική (σαν μορφή κοινωνικής συνείδησης) είναι εγκληματογόνες και ταυτόχρονα εγκληματικές, αφού συνιστούν παράγοντες που προκαλούν το έγκλημα και ταυτόχρονα στοιχειοθετούν οι ίδιες έγκλημα, διότι είναι άδικες. Σε συνθήκες αδυσώπητης ανταγωνιστικότητας, την οποία ο άνθρωπος όχι μόνο βιώνει αλλά και προσλαμβάνει ως οικονομική, κοινωνική αξία ήδη από το δημοτικό σχολείο, ως μέσο για να εξασφαλίσει ακόμη και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά του (το δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια κλπ.), σε συνθήκες κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, όπου η συσσώρευση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, όπου η καπιταλιστική σχέση συχνά τον αποκλείει από την κοινωνική εργασία (ανεργία κλπ.), οι πιο ευάλωτες συνειδήσεις θα αντιδράσουν ακόμα και με εγκληματική συμπεριφορά, προκειμένου να αποκτήσουν αυτό που άδικα στερούνται.

Και όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο των λίγων και τη φτώχεια των πολλών, τόσο πιο εύφορο γίνεται το κοινωνικό έδαφος να φιλοξενήσει αφ’ ενός μεν συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά άτομα, αφ’ ετέρου δε ανάμεσα στην κρατική εξουσία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης με τους μηχανισμούς επιβολής της και την εργατική τάξη, στην οποία ανήκουν οι εκμεταλλευόμενοι.

Δεν είναι τυχαίο που τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή περιουσίας, π.χ. οι κλοπές και η βαρύτερη μορφή τους, οι ληστείες, οι υπεξαιρέσεις αυξάνουν στις εγκληματολογικές στατιστικές χρόνο με το χρόνο, όσο συγκεντρώνεται το κεφάλαιο και απλώνεται η φτώχεια. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ευθυγράμμιση της φτώχειας με την εγκληματικότητα, υπό την έννοια «όπου φτωχός εκεί και εγκληματίας». Εξάλλου η Ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα απέδειξε ότι τα επαναστατικά κινήματα και τις επαναστάσεις τις έκαναν «της γης οι κολασμένοι». Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκληματική παρέκκλιση, από τις πιο ευάλωτες προσωπικότητες, ευνοείται στο έδαφος της φτώχειας. Εξάλλου στην τάξη των καπιταλιστών υπάρχουν άλλοι τρόποι για να πετύχουν μεγέθυνση του ατομικού τους πλούτου (γάμοι συμφέροντος, ίντριγκες, τεχνητή πρόκληση εξαγοράς μετοχικών μεριδίων κ.ά.).

Η ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, που δρα με την υποστήριξη του καπιταλιστικού κράτους (περιπτώσεις νόμιμης καλλιέργειας και εμπορίας ναρκωτικών ουσιών από κράτη, π.χ. Αφγανιστάν κλπ.) και που οργιάζει σε τομείς όπως λόγου χάρη η μαζική εκμετάλλευση γυναικών, η παιδική πορνεία, το λαθρεμπόριο και η διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο όπλων κ.ά., είναι ένας σοβαρός παράγοντας δημιουργίας και διατήρησης ενός μεγάλου πληθυσμού ποινικών παραβατών, διαβαθμιζόμενου από τους πλέον στυγερούς εγκληματίες μέχρι τους μικρο-εγκληματίες, που αποτελούν και τους εμφανείς δράστες, μιας και οι αρχηγοί παραμένουν ασύλληπτοι και εμπλεκόμενοι με μηχανισμούς και θεσμούς του επίσημου κράτους.

Η σχέση των μηχανισμών καταστολής, ελέγχου και ποινικού σωφρονισμού με το κύκλωμα παράνομης εμπορίας διευκολύνει τη δημιουργία και ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος.

Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό η εμπορευματοποίηση επεκτείνεται σε παλιές μορφές εγκληματικής δραστηριότητας (πορνεία, δουλεμπόριο), αλλά και σε νέες (εμπόριο ζωτικών οργάνων). Το καπιταλιστικό δίκαιο νομιμοποιεί λοιπόν οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες -στην ουσία τους- είναι εγκληματικές και είναι ικανές να διαμορφώσουν αντικοινωνικές συμπεριφορές.

«Πάνω στην ταξική αντίθεση οικοδομούνται μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις και στάσεις ζωής που αναπαράγουν παραβατικές συμπεριφορές».

Ο καπιταλισμός λοιπόν πάνω στην οικονομική του βάση διαμορφώνει το δικό του σύστημα αξιών, κανόνων δικαίου, νόμων με βάση τους οποίους οι παραβάτες τιμωρούνται και από την άλλη διαμορφώνει και τους παραβάτες, οι οποίοι θα παραβιάσουν τους κανόνες δικαίου και νόμους και θα τιμωρηθούν. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό σύμπτωση δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, ένα είδος ταύτισης ενεργητικού και παθητικού υποκειμένου, του θύτη και του κοινωνικού θύματος.

Η ταξική πάλη, η αντίθεση ανάμεσα στους εργαζόμενους (που δρουν για την ικανοποίηση εργατικών αιτημάτων, για την κοινωνική απελευθέρωσή τους και την κατάκτηση της εξουσίας) και στους κεφαλαιοκράτες που εμφανίζονται ως οι «εργοδότες» (που επιδιώκουν τη διατήρηση της «τάξης» της κοινωνικής ανισότητας και την αύξηση των κερδών τους με τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης), η βασική κοινωνική αντίθεση «κεφάλαιο-εργασία» είναι ο παράγοντας που νομοτελειακά προκαλεί την αναγκαιότητα στην ισχύουσα πολιτική εξουσία να αναγάγει σε έγκλημα τη δραστηριότητα αυτή και μάλιστα συγκεκριμένες μορφές της και στη συνέχεια να την τιμωρήσει.

Η συνειδητοποίηση από την εργατική τάξη της εκμετάλλευσης την οποία υφίσταται, μπορεί να ελευθερώσει τις ανάλογες συλλογικές δυνάμεις οργάνωσης του αγώνα. Ετσι στο συλλογικό επίπεδο οι πρωτοπόρες δυνάμεις οργανώνονται και στη διαδικασία διεκδίκησης των αιτημάτων τους, επιλέγοντας πρόσφορες για το σκοπό τους μορφές πάλης, έρχονται αντιμέτωπες με την αστική νομιμότητα που αναγάγει σε έγκλημα τις πιο ώριμες μορφές της ταξικής πάλης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία εκφράζεται άρνηση των εργαζομένων να εφαρμόσουν τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες κατ’ εξακολούθηση και με σκανδαλώδη ομοιομορφία (δικαστική τακτική της τελευταίας 10ετίας, τουλάχιστον, στη χώρα μας) κηρύσσουν, μετά από αίτηση των εργοδοτών, τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους ως παράνομες και καταχρηστικές, η συγκεκριμένη άρνηση διατυπώνεται στον ποινικό νόμο ως «απείθεια», θεωρείται παράνομη και επισύρει ποινικό κολασμό, είναι δηλαδή αδίκημα που πρέπει να τιμωρηθεί.

Οι αγώνες των μαθητών, των αγροτών, των μισθωτών απεργών, με το πρόσχημα της παράβασης ποινικών διατάξεων (παρακώλυση συγκοινωνιών, διατάραξη οικιακής ειρήνης, διατάραξη κοινής ειρήνης κλπ.) κατατάσσονται στα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, καταγράφοντας την ανάγκη της καπιταλιστικής κρατικής εξουσίας για ποινικοποίηση κάθε κοινωνικού αγώνα.

Μονάχα με την εξάλειψη των τρόπων παραγωγής, που στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, με την εξάλειψη των τάξεων, με την επικράτηση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, αλλάζει ριζικά όλος ο τρόπος ζωής της κοινωνίας, διαλύονται οι εκμεταλλεύτριες τάξεις, καταργείται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δημιουργείται η βάση να εδραιωθούν οι νέες πολιτικές νομικές αντιλήψεις και θεσμοί, ο νέος άνθρωπος.

Συμπερασματικά ,καθήκον των εργαζομένων είναι η συλλογική δράση για την ανατροπή του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, του καπιταλισμού που γεννά και αναπαράγει τις αιτίες της εγκληματικότητας και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού.

Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook 
Ακολούθησε μας στο Twitter
Ακολούθησε μας στο Instagram

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το radikal.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά Άρθρα