Η πολιτική ειρήνης, συμφιλίωσης, αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της περιοχής, πέρα από άμεση πολιτική αναγκαιότητα, έχει και μια στρατηγική/ιδεολογική διάσταση
Μια πληθώρα «αναλυτών» (και μεταξύ τους οι συνήθεις ιδιόμορφοι «αντι-ιμπεριαλιστές» της πατριωτικής Αριστεράς) έσπευσε να χαρακτηρίσει τις εξαγγελίες της αμερικανικής κυβέρνησης περί της προοπτικής να πουληθούν πολεμικά αεροσκάφη F-16 στην Τουρκία και F-35 στην Ελλάδα ως μια ακόμα απόδειξη του ισχυρισμού ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παίζει ρόλο «Πόντιου Πιλάτου» στην περιοχή, αποφεύγοντας να πάρει καθαρή θέση μέσα στην όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Οι επιτελείς του Μπάιντεν ανακοίνωσαν ότι, υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα αναιρέσει τις «αντιρρήσεις» για την επέκταση του ΝΑΤΟ με την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας, ο Λευκός Οίκος θα ζητήσει από το Κογκρέσο να ξανασκεφτεί το εμπάργκο πώλησης όπλων (και μεταξύ τους των F-16) στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή ο γερουσιαστής Μενέντεζ (ένας υπερσυντηρητικός που αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες για διαφθορά, ενώ εδώ έχει παρουσιαστεί ως λαμπρός «φιλέλληνας»…) δήλωνε ότι το Κογκρέσο δεν έχει κανένα σοβαρό λόγο για να αναθεωρήσει το εμπάργκο που έχει δια νόμου επιβάλει στην Τουρκία. Οι ίδιοι εγχώριοι «αναλυτές» του εθνικού-πατριωτικού χώρου έσπευσαν να πανηγυρίσουν: «Με άδεια χέρια γυρίζει στην Τουρκία ο Τσαβούσογλου!».
Ούτε αυτή η εκτίμηση έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η γεωγραφική θέση, ο πληθυσμός και το μέγεθος του στρατού της Τουρκίας κάνουν τις ΗΠΑ να επιδιώκουν τον επαναπατρισμό της μέσα στο Νατοϊκό μαντρί. Με απειλές και υποσχέσεις, με το μαστίγιο και το καρότο, σε μια διελκυστίνδα που έχει ακόμα πολύ δρόμο (και εάν…) να φτάσει σε μια καινούργια σταθερότητα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Το κρίσιμο ερώτημα σε αυτή την «ενδιάμεση» περίοδο είναι το εάν οι Αμερικανοί τροποποιούν σημαντικά την εξοπλιστική πολιτική τους στην περιοχή και προς ποια κατεύθυνση.
Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με την απάντηση. Η προηγούμενη αμερικανική πολιτική αποτυπωνόταν στην αναλογία 7:10 στις πωλήσεις σύγχρονων όπλων προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτή η πολιτική έχει ανατραπεί όχι μόνο ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά.
Την ώρα που η Τουρκία είναι στο περίμενε για την προμήθεια αμερικανικών F-16, το ελληνικό κράτος διαθέτει 83 πολεμικά αεροσκάφη F-16, αναβαθμισμένα σε επίπεδο Viper. Πρόκειται για το κορυφαίο εφικτό επίπεδο αναβάθμισης αυτών των αεροσκαφών «4ης γενιάς», ενώ το κόστος της αναβάθμισής τους από την κατασκευάστρια Lockheed Martin υπολογίστηκε ότι ξεπερνά το 1,5 δισ. δολάρια. Η επιχείρηση αυτή άρχισε επί Τσίπρα και ολοκληρώθηκε επί Μητσοτάκη, ενώ έχει ήδη συμφωνηθεί η αναβάθμιση σε Viper και των υπόλοιπων 38 F-16 που διαθέτει η πολεμική αεροπορία. Η έγκυρη, σε αυτά τα θέματα, γερμανική εφημερίδα F.A.Z. έγραψε πρόσφατα ότι η αναβάθμιση των ελληνικών F-16, όπως και η αγορά των πιο σύγχρονων γαλλικών Ραφάλ, έχουν ήδη ανατρέψει το συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, δίνοντας το «πολεμικό πλεονέκτημα» στο ελληνικό κράτος.
Η πραγματική είδηση που προέκυψε από την πρόσφατη αμερικανοτουρκική διαπραγμάτευση στην Ουάσινγκτον, ήταν η ανακοίνωση (για πρώτη φορά επισήμως) της πώλησης 40 F-35… στο ελληνικό κράτος. Εξ αυτών, λέει, τα 20 θα έχουν παραδοθεί ως το 2027 και τα υπόλοιπα θα παραδοθούν σταδιακά στη συνέχεια.
Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο υποτίμησης αυτής της είδησης. Τα F-35 είναι τα κορυφαία πολεμικά αεροσκάφη «5ης γενιάς» που κυκλοφορούν σήμερα στον πλανήτη. Είναι τεχνολογίας stealth, δηλαδή «αόρατα» και μη-αντιμετωπίσιμα από όλα τα συστήματα αεράμυνας που υπάρχουν στην περιοχή. Κινούνται με ταχύτητες που προσεγγίζουν τα 2.000 χλμ./ώρα και με τεράστια ακτίνα δράσης. Μπορούν να φέρουν δυσανάλογα μεγάλο φορτίο όπλων κατά στόχων στην ξηρά, τη θάλασσα ή τον αέρα και έχουν υπερ-προωθημένες δυνατότητες ηλεκτορνικού πολέμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το F-35 είναι ένα κρίσιμο όπλο επιθετικού χαρακτήρα.
Για να καταλάβει ο αναγνώστης το βάρος αυτής της είδησης, σημειώνουμε ότι η Lockheed έχει παράξει μόνο 400 F-35 προς παραγγελίες εκτός του αμερικανικού στρατού, προς τις ένοπλες δυνάμεις χωρών όπως ο Καναδάς, η Βρετανία, η Αυστραλία, η Ιταλία και βεβαίως το Ισραήλ. Το ελληνικό κράτος εμφανίζεται να διασφαλίζει το 10% της παραγωγής προς παγκόσμια κατανάλωση της πιο φονικής/επιθετικής μηχανής του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.
Το κόστος το καθενός F-35 υπολογίζεται σε πάνω από 80 εκατ. δολάρια, χωρίς να συνυπολογίζεται το πρόσθετο κόστος των φερόμενων από αυτό όπλων και επίσης το κόστος του πρόσθετου ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Αν αυτή η παραγγελία ολοκληρωθεί, θα πρόκειται για την κορυφαία εξοπλιστική δαπάνη στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού.
Όπως είναι φανερό, μια τόσο σημαντική απόφαση δεν κρίνεται κυρίως στη στιγμή της ανακοίνωσής της. Στην πραγματικότητα η ένταξη του ελληνικού κράτους στο πρόγραμμα F-35 έχει δρομολογηθεί από προηγούμενες πολύπλευρες αποφάσεις. Τα αμερικανικά F-35 ήδη σταθμεύουν στη Σούδα, όπου οι πυκνές αμερικανοελληνικές «ασκήσεις» χτίζουν σταδιακά το αναγκαίο τεχνολογικό υπόβαθρο ένταξης των F-35 στις δραστηριότητες του ελληνικού στρατού. Η εκπαίδευση των πιλότων της πολεμικής αεροπορίας έχει ανατεθεί στο Κράτος του Ισραήλ, που διαθέτει εμπειρία F-35. Άλλες κρίσιμες εξοπλιστικές επιλογές (όπως των Ραφάλ, αλλά κυρίως των φρεγατών τύπου Μπελχάρα) έγιναν προϋπολογίζοντας τη δυνατότητά τους για «επικοινωνία» και συντονισμό με τα F-35.
Όλα αυτά μαζί συνιστούν μια αφανή, αλλά πολύ ουσιαστική, αλλαγή του πολεμικού δόγματος του ελληνικού κράτους. Είναι αυτό που οι στρατοκράτες (αλλά και οι πάσης φύσεως πολιτικοί θαυμαστές τους) αποκαλούν «αναβάθμιση», από το ρόλο «αμυντικής ισχύος στο Αιγαίο» στο ρόλο «στρατηγικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Οι εξοπλισμοί αυτού του επιπέδου προϋποθέτουν μια διαρκή πολιτική σύσφιξης των σχέσεων με το διεθνή ιμπεριαλισμό. Τα σύγχρονα οπλικά συστήματα απαιτούν διαρκείς προμήθειες καινοτομιών, διαρκή εκπαίδευση, δαπανηρή συντήρηση κ.ο.κ. Τα Ραφάλ, οι Μπελχάρα και τα F-35, είναι η άλλη όψη των πολεμικών συμφώνων με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, το αναγκαίο συμπλήρωμα της πολιτικής των στρατιωτικών «αξόνων» με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις αντιδραστικές αραβικές μοναρχίες.
Πολλοί προσεγγίζουν τα πολιτικά ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν είναι «ισοβαρείς» δυνάμεις. Πράγματι, αν η πιθανότητα μιας σύγκρουσης αντιμετωπιστεί μέσα σε ένα στεγανό και απομονωμένο περιβάλλον, τότε το ελληνικό κράτος δεν έχει καμιά τύχη. Όμως αν συνυπολογιστούν οι σχέσεις με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, τότε η εικόνα γίνεται εξαιρετικά πιο σύνθετη. Η περιοχή διαθέτει πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα: Το 1967 το Ισραήλ συνέτριψε στον πόλεμο των 6 ημερών το συνασπισμό των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής που, στις παραμονές της σύγκρουσης, μπορούσαν τυπικά να παραθέσουν στοιχεία μη συγκρίσιμης πληθυσμιακής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος. Το «μυστικό» της ισραηλινής νίκης ήταν η υποστήριξη του δυτικού ιμπεριαλισμού και ο εκσυγχρονισμός του ισραηλινού στρατού με αμερικανικά όπλα και πρακτική καθοδήγηση στη χρήση τους.
Παρότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές, οι αναλογίες είναι προφανείς. Και αυτές θρέφουν την αλαζονεία των ντόπιων φιλομιλιταριστών που προτείνουν σήμερα αναίσχυντα τις θεωρίες του «προληπτικού πολεμικού πλήγματος» ως ενδεδειγμένη πολιτική του ελληνικού κράτους.
Αυτές οι εξελίξεις θέτουν προωθημένα πολιτικά καθήκοντα στην Αριστερά:
Η κλιμάκωση των εξοπλισμών είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κοινωνικό ζήτημα. Το κόστος των όπλων θα πληρωθεί από τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες. Και όποιος υπόσχεται κοινωνική πρόοδο χωρίς να απορρίπτει τους εξοπλισμούς, απλώς υποκρίνεται.
Η αντιμετώπιση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού ως θέματος «υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» ή, χειρότερα, ως μιας εθνικοαπελευθερωτικής ιστορικής εκκρεμότητας στην περιοχή, οδηγεί αντικειμενικά στην υποβάθμιση της αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης. Η «νομιμοποίηση» στα μυαλά απλών ανθρώπων της ύπαρξης των βάσεων, της ένταξης στο ΝΑΤΟ, ακόμα και του ρόλου-χασάπη του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, έχει κάνει ιστορικά βήματα μέσω της θεματολογίας των «εθνικών θεμάτων».
Η ενίσχυση του μιλιταρισμού είναι μια σημαντική πολιτική απειλή. Ο μιλιταρισμός δεν είναι μόνο τα όπλα. Είναι και ιδέες αλλά και πολιτικά δίκτυα. Σήμερα στην ΕΥΠ, στο στρατό, στις δυνάμεις καταστολής, στον Τύπο, στην περιφέρεια (οργανώσεις απόστρατων κ.ά.), στο εσωτερικό των καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων κ.ο.κ. αυτά τα δίκτυα σημειώνουν επικίνδυνες προόδους. Και αν η Αριστερά συνεχίσει να μην τα αναγνωρίζει και να αποφεύγει την αντιμετώπισή τους, ο κίνδυνος θα γίνει μεγαλύτερος.
Η πολιτική ειρήνης, συμφιλίωσης, αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της περιοχής, πέρα από άμεση πολιτική αναγκαιότητα, έχει και μια στρατηγική/ιδεολογική διάσταση. Μια γενικευμένη αντι-ιμπεριαλιστική ρήξη, μια ουσιαστική κοινωνική ανατροπή, η διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί στην περιοχή μέσα στα «μικρά κράτη» που ο ιμπεριαλισμός ενθάρρυνε κατά τον 19ο αιώνα συνυπολογίζοντας ακριβώς στο να περιορίσει τις ιστορικές δυνατότητες αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Όχι τυχαία, στα πρώτα του βήματα το εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα στην περιοχή, εμπνεόταν από την προοπτική μιας σοσιαλιστικής, διεθνιστικής, ομοσπονδίας. Αυτές τις ιδέες οφείλουμε να ανανεώσουμε και να ενισχύσουμε προκειμένου να υπερασπίσουμε την ειρήνη, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των εξοπλισμών, να κρατήσουμε ανοιχτή την προοπτική της ουσιαστικής κοινωνικής αλλαγής προς όφελος των ανθρώπων που δουλεύουν.
Αντώνης Νταβανέλος