Ο σχολικός εκφοβισμός ως φαινόμενο της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας

Ο Σχολικός Εκφοβισμός αποτελεί ένα καθημερινό γεγονός που αναπτύσσεται σε σχολικά περιβάλλοντα.

Εμφανίζεται στην πρώτη σχολική ηλικία, παρουσιάζει ένταση στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και κορύφωση στην ηλικία 11-14 ετών. Σκοπός του (και αυτό που τον κάνει να διαφέρει από άλλα είδη πειραγμάτων) είναι η πρόκληση βλάβης και χαρακτηριστικό του η ανισορροπία στη δύναμη ανάμεσα στους θύτες και στα παιδιά-στόχους.

Το ζήτημα είναι ότι στις καπιταλιστικές κοινωνίες το εκπαιδευτικό σύστημα προωθεί τον ανταγωνισμό και πολλές φορές τον ατομισμό.

Συνεπώς, έχει πολύ μεγάλη σημασία στη θέση του ανταγωνισμού να μπουν η ομαδικότητα, η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη, να γνωρίζουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, η πολιτεία. Στη θέση του ατομισμού να μπει η συλλογικότητα. Στη θέση της αδιαφορίας για το τι συμβαίνει γύρω μας, να μπει η οργανωμένη διεκδίκηση. Να καλλιεργούνται η συνεργατικότητα και η ομαδικότητα.

Στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, με την πολιτική όλων των κυβερνήσεων, υπηρετείται το ακριβώς αντίθετο. Όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής των εργαζομένων και του λαού, κυρίως της νεολαίας, που εκπαιδεύεται στο «ο θάνατός σου η ζωή μου» όταν ψάχνει για δουλειά, όταν ανταγωνίζεται τον συνάδελφο στο χώρο εργασίας ή τον άνεργο κ.τ.λ.

Είναι επίσης απίστευτος ο αριθμός των σκηνών βίας, στις οποίες είναι εκτεθειμένοι μαθητές και μαθήτριες κάθε μέρα. Όχι μόνο στην τηλεόραση. Τώρα έχουμε και το διαδίκτυο. Τι επιπτώσεις έχει άραγε στον ψυχισμό ενός παιδιού, στην επιθετικότητά του; Πώς μπορεί να εκδηλωθεί αυτό; Πώς μπορεί να ελεγχθεί αυτό; Μπορεί το σχολείο ή ο εκπαιδευτικός να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά; Δεν μπορούν οι εκπαιδευτικοί να τα αντιμετωπίσουν όλα. Είναι μερικά πράγματα που τους ξεπερνάνε.

Επομένως, η κοινωνική διάσταση του ζητήματος έχει να κάνει με τις συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται αυτό το φαινόμενο, σε ποιο σχολείο, σε ποιες καθιερωμένες αξίες στο σχολείο και στην ίδια την κοινωνία. Κι εκεί πρέπει να στραφεί η προσοχή για την πραγματική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Σύμφωνα με αποτελέσματα από πρόσφατη διεθνή έρευνα που έχει αναλύσει η ψυχολόγος Ιφιγένεια Στυλιανού, φαίνεται πώς το εν λόγω φαινόμενο σημειώνει μια ανησυχητική αυξητική τάση στο βαθμό του 16% (2015: 18% ποσοστό εμφάνισης, 2019: 34%), ποσοστό που προκαλεί ανησυχία και προβληματισμό ως προς το τι κάνουμε λάθος και πώς θα μπορούσαμε να παρέμβουμε καλύτερα.

Πριν όμως παρέμβουμε σε οποιαδήποτε κατάσταση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατανόηση των προβλεπτικών παραγόντων αυτής της κατάστασης. Ιδιαίτερα τα τελευταία 15 χρόνια, ο σχολικός εκφοβισμός κέρδισε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών με αρκετούς από αυτούς να επισημάνουν σημαντικούς αιτιακούς παράγοντες, περιγράφοντας τον εκφοβισμό ως ένα ψηφιδωτό πολλών μεταβλητών που στην αλληλεπίδρασή τους ευνοούν την εμφάνισή του.

  • Αρχικά για να αναπτυχθεί ο εκφοβισμός, χρειάζεται το περιβάλλον να ευνοεί τη δημιουργία του. Σχολεία με χαμηλή επίβλεψη, ακαδημαϊκά συστήματα που δίνουν έμφαση στη μαθησιακή επιτυχία και χαμηλή επένδυση στη διάδραση και συνεργασία των μαθητών, η ανοχή του σχολικού συστήματος στις άδικες συμπεριφορές μεταξύ των μαθητών, το «φτωχό» σύστημα υποστήριξης από ειδικούς, η χαμηλή ή μη αποτελεσματική πολιτική πρόληψης και παρέμβασης, αποτελούν μερικούς από τους πιο σημαντικούς παράγοντες ευαλωτότητας εντός των σχολικών πλαισίων.
  • Παιδιά θύτες: παιδιά με έντονες προσωπικότητες, που θεωρούν ή έχουν μάθει ότι η σύγκρουση είναι αποτελεσματική μέθοδος επίλυσης διαφωνιών και λήψης προσοχής από τους άλλους, που δυσκολεύονται ή δεν ξέρουν πώς να συνεργαστούν με τους συνομηλίκους, που επιθυμούν μέσω έντονων συμπεριφορών να υπερισχύουν στις ομάδες.
  • Παιδιά θύματα-στόχος: παιδιά πιο ευάλωτα, κοινωνικά αποσυρμένα, φοβισμένα, με περισσότερο αγχώδης προσωπικότητες, χαμηλό κοινωνικό δίκτυο, χαμηλές δεξιότητες επικοινωνίας, διαπραγμάτευσης και υπεράσπισης εαυτού, που ενδεχομένως επίσης να διαφέρουν από τα άλλα παιδιά (π.χ. καταγωγή, εμφάνιση, ιδιαίτερες ανάγκες).
  • Παιδιά παρατηρητές: οι μαθητές που παρατηρούν το φαινόμενο και ίσως λόγω του φόβου που τους προκαλεί ή της έλλειψης γνώσης ως προς τα βήματα δράσης, δεν αντιδρούν αναφέροντας το γεγονός και επιζητώντας βοήθεια.
  • Χαμηλή επικοινωνία και απόσταση μεταξύ παιδιών και γονέων ή εκπαιδευτικών.
  • Σχολεία και οικογενειακά συστήματα που δεν εφαρμόζουν βήματα πρόληψης, και σε περίπτωση που τελικά αναπτυχθεί ο εκφοβισμός παρεμβαίνουν καθυστερημένα στο χρόνο, με χαμηλή αποτελεσματικότητα, ή δεν παρεμβαίνουν καθόλου, αυξάνουν τις πιθανότητες ανάπτυξης και επιβίωσης του φαινομένου.

 

Πάντως η απάντηση δεν είναι γενικά κι αόριστα «να αφιερώνουμε πολύ χρόνο στα παιδιά μας», «να μιλάμε με τα παιδιά μας», «να γίνουμε φίλοι με τα παιδιά», «εμείς τα συζητάμε όλα με τα παιδιά μας», «εμείς συζητάμε με το δάσκαλο», «πρέπει να υποστηρίζουμε τα όνειρα των παιδιών» κ.ο.κ.

Πρώτα απ’ όλα, το σχολείο και η οικογένεια είναι κοινωνική σχέση. Και οι δυο κοινωνικοί θεσμοί κοινωνικοποιούν στο έδαφος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, με τις ταξικές αντιθέσεις του, τα αδιέξοδά του κ.α.

Σε τι διαπαιδαγωγεί το σημερινό αστικό σχολείο; Είναι ή δεν είναι άραγε  απόρροια των ταξικών φραγμών στη μόρφωση η χαμηλή αυτοεκτίμηση, που όπως λένε σχετίζεται με το bullying; Ή ας το θέσουμε και πιο συγκεκριμένα: Όλα αυτά τα παιδιά που η ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία τα σπρώχνει στην πρώιμη κατάρτιση και τη μαθητεία από τα 15 τους χρόνια, έχουν αποδεχτεί ότι δεν παίρνουν τα γράμματα, έχουν ή δεν έχουν εσωτερικεύσει τέτοιο μίσος για την κοινωνία που τους στερεί όνειρα και δικαιώματα, που τελικά μπορεί να προχωρήσουν –υπό προϋποθέσεις– σε αυτό που ονομάζουν σχολικό εκφοβισμό;

Και ας δούμε μια υπενθύμιση από το ιστορικό παρελθόν. Αυτή η προσπάθεια από την πλευρά της αστικής τάξης να ψυχιατρικοποιήσει τα κοινωνικά φαινόμενα δεν είναι μόνο μια προσπάθεια να αποφύγει τον εντοπισμό των κοινωνικών αιτιών που τα γεννούν. Είναι επίσης και μια απόπειρα να σωφρονίσει, να καταστείλει τη νεολαία της εργατικής τάξης, των φτωχών αυτοαπασχολούμενων στρωμάτων. Να κόψει κάθε προσπάθεια ο σπόρος του ταξικού ενστίκτου να μεταπλαστεί σε συνειδητά οργανωμένη στράτευση ενάντια στον καπιταλισμό.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο παρελθόν η προσπάθεια ανάδειξης φαινομένων νεανικής παραβατικότητας συνδέθηκε και μια σχετική άνοδο των αντιστάσεων της νεολαίας, η οποία μάλιστα κατάφερε σχετικά να αντιμετωπίσει μέσα από τις αξίες της αλληλεγγύης και φαινόμενα που σήμερα συγκαταλέγονται στην έννοια του ενδοσχολικού εκφοβισμού.

Και είναι να αναρωτιέται κανείς με την έκπληξη που δοκιμάζουν ορισμένοι, πέφτουν από τα σύννεφα θα λέγαμε, πώς γίνεται το σχολείο, που διαπαιδαγωγεί στις αρχές της ισότητας, του σεβασμού στη διαφορετικότητα του άλλου, να γεννά τέτοια φαινόμενα. Και, μάλιστα, λένε ότι το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς το σχολείο και το περιεχόμενό του, αυτό ας το αφήσουμε άθικτο, το ζήτημα είναι η οικογένεια.

Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το αστικό σχολείο από τη μια ηθικολογεί και από την άλλη μετατρέπεται σε χώρο που μπαίνουν και βγαίνουν επιχειρήσεις, πολύ πρόσφατο άλλωστε το παράδειγμα εισόδου των ΠΑΕ σε σχολικούς χώρους, που εντέλει δημιουργεί στρατούς και οπαδούς. Το σχολείο αυτό είναι που χωρίζει σε μια προοπτική τα παιδιά, μαθαίνοντάς τους όμως – όπως λέει – να διαχειρίζονται τις αδυναμίες τους χωρίς άγχος, δηλαδή να μεταθέτουν τις κοινωνικές αιτίες για τη θέση τους στο σχολείο στον ίδιο τους τον εαυτό.

Και ποιος θα μιλήσει για το περιεχόμενο του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού για τα παιδιά της Τρίτης Γυμνασίου, που, μέσα από το πρόσχημα των διαφορετικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, επιδιώκει να πείσει τους μαθητές για την «εκ φύσεως» ατομική διαφορετική επαγγελματική και εκπαιδευτική προοπτική τους ? Με τις ασκήσεις αυτογνωσίας και το κάλεσμα στους μαθητές «ν’ αγαπήσουν τον εαυτό τους», αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται είναι οι μαθητές ν’ αποδεχτούν ενεργητικά την πρόωρη ταξική επιλογή, να εσωτερικεύσουν τις ταξικές ανισότητες σαν προσωπικές διαφορές και να διαχειριστούν το άτομό τους, «έξυπνα» και «ευέλικτα», προκειμένου να επιβιώσουν σ’ έναν κόσμο ανταγωνιστικό!!

Αν, συνεπώς, θέλει κάποιος να μιλήσει για βία, πρέπει να κοιτάξει και πέρα, και μάλιστα κυρίως πέρα, από τους τέσσερις τοίχους της οικογένειας. Διότι βία είναι μέσα στο σχολείο το ένα παιδί να έχει πρόσβαση σε εξωσχολική στήριξη και το άλλο όχι. Βία είναι το ένα παιδί να οργανώνει το χρόνο για να δώσει πανελλαδικές εξετάσεις για να περάσει σε κάποιο Πανεπιστήμιο και το άλλο να έχει συμβιβαστεί με τους ταξικούς τοίχους που ορθώνονται μπροστά του. Βία είναι να μην μπορείς να πας διακοπές και ο συμμαθητής σου να λέει πόσο ωραία πέρασε το καλοκαίρι. Βία είναι να ακούς τα μπράβο του δασκάλου και του καθηγητή και εσύ συνεχώς να είσαι το ξύλο το απελέκητο που πρέπει να τελειώνει το σχολείο νωρίς-νωρίς για να μάθει καμιά τέχνη.

Συνεπώς, ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα πολύ-παραγοντικό και πολύ-αιτιακό φαινόμενο, όπου η αντιμετώπισή του απαιτεί αλλαγές σε όλο το σύστημα που τον εμπερικλείει.

Μια συστημική παρέμβαση στο σχολικό εκφοβισμό απαιτεί:

  • Τη λήψη μέτρων εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ακόμη και του Νηπιαγωγείου, μέσα από την προαγωγή της συνεργασίας, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, στη διαφορετικότητα, στην ισότητα και των δεξιοτήτων επίλυσης των συγκρούσεων.
  • Απαιτείται ενδυνάμωση γονέων και εκπαιδευτικών μέσα από τα κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα με σκοπό την ενίσχυση της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας και της κατάλληλης συνύπαρξης των παιδιών.
  • Η επένδυση στις δομές και υπηρεσίες στήριξης, ψυχολογικής υποστήριξης και καθοδήγησης όλων των εμπλεκομένων αποτελεί μέρος της συστημικής παρέμβασης.
  • Οι κοινωνικοί θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά προς τη μείωση του φαινομένου με τρόπο που να μην προωθείται η αδικία και η άνιση μεταχείριση, όπως επίσης βασικό ρόλο έχουν όλοι οι ενήλικες πολίτες της κοινωνίας, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόζουν καθημερινά τις συμπεριφορές και αντιδράσεις που αναμένουμε τα παιδιά να αναπτύξουν.
  • Ενίσχυση των παιδιών-στόχων: Παρατηρώντας τις σημαντικές προσπάθειες που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια σε σχολεία από ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς και άλλους ειδικούς, εντοπίζουμε ότι στην προσπάθεια αντιμετώπισης του εκφοβισμού, ίσως να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους θύτες παρά στα θύματα, γεγονός που υποδηλώνει την αναγκαιότητα ενίσχυσης των παιδιών-στόχων:
  • Ενδυνάμωση της αυτοπεποίθησης του παιδιού: Είναι πιο πιθανόν ένα αδύναμο παιδί που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του και τις ικανότητές του, να αποτελέσει στόχο θυματοποίησης.
  • Ισχυρό κοινωνικό δίκτυο: Παιδιά που ανήκουν σε μια ομάδα συνομηλίκων φαίνεται να είναι πιο προστατευμένα από τη θυματοποίηση.
  • Σχέση εμπιστοσύνης με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, αφού η καλή σχέση και επικοινωνία μεταξύ αυτών και των παιδιών λειτουργεί ως ένας ισχυρός προστατευτικός παράγοντας.
  • Εκμάθηση του παιδιού στο να ζητάει άμεσα βοήθεια από άλλα άτομα και να αντιμετωπίζει άμεσα τις άδικες συμπεριφορές.
  • Εκμάθηση των παιδιών στο να αναγνωρίζουν τις άδικες συμπεριφορές και να δρουν άμεσα.

 

 

Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook 
Ακολούθησε μας στο Twitter
Ακολούθησε μας στο Instagram

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το radikal.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος

Μία Απάντηση

  1. Τώρα τί κάνουμε
    Αυτά δεν έγιναν
    Εδώ είμαστε σε άλλη φάση
    Οι νόμοι είναι εταιρικοί τής αγοράς
    Με άμα κ προ ούτε νά μιλήσουμε δεν προλαβαίνουμε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά Άρθρα