1920, Αντιπρόσωποι στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού

Η θρησκεία είναι όπιο του λαού αλλά και καρδιά ενός άκαρδου κόσμου. Αυτή η μαρξιστική τοποθέτηση ισχύει και για το Ισλάμ. 

Όπως γράφει ο Νίκος Λούντος: «Η ισλαμοφοβία είναι το πιο προωθημένο ιδεολογικό εργαλείο των ευρωπαίων ρατσιστών. Η μαζική αντίσταση και τα κινήματα έχουν βγάλει μια σειρά διχαστικά και ρατσιστικά εργαλεία εκτός πολιτικής νομιμοποίησης αλλά η ισλαμοφοβία θεωρείται ρατσισμός του σαλονιού και παραμένει στο απυρόβλητο. Όχι μόνο προσβάλλουν δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά έχουν το θράσος να δηλώνουν περήφανοι και μάλιστα να παρουσιάζουν τον ρατσισμό τους με προοδευτικό περιτύλιγμα. Η επίθεση στα δικαιώματα των μουσουλμάνων σερβίρεται ως υπεράσπιση του “κοσμικού” και “ανεξίθρησκου” κράτους, σαν κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης. Με την ίδια υποκρισία που οι αποικιοκράτες και οι δουλέμποροι μεταλαμπάδευαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό όταν λεηλατούσαν την Αφρική και την Αμερική, έκοβαν χέρια και πόδια και δολοφονούσαν ολόκληρους πληθυσμούς». [1]

Η Αριστερά χρειάζεται να συγκρουστεί με την ισλαμοφοβία και να σταθεί στο πλευρό των Μουσουλμάνων στην πάλη ενάντια στον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό. H παράδοση των Μπολσεβίκων και της επανάστασης του 1917 αποτελεί μία πολύτιμη κληρονομιά. [2]

 

Μπολσεβίκοι και Θρησκεία

Ο Μαρξ έγραφε ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» αλλά πιο πριν σημείωνε ότι «το να υποφέρεις μέσα από τη θρησκεία είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής καταπίεσης αλλά και μια διαμαρτυρία απέναντι σε αυτήν… η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και η ψυχή των άψυχων καταστάσεων». [3] Αυτή η τοποθέτηση καθοδηγούσε τον Λένιν και τους μπολσεβίκους. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις θα εξαφανίζονταν μια για πάντα μόνο όταν εξαφανίζονταν η ταξική καταπίεση και εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η πείνα και όλα αυτά τα δεινά που γεννούν αυτές τις πεποιθήσεις.

Οι άνθρωποι αλλάζουν τις ιδέες τους όταν μπαίνουν στην πάλη για να αλλάξουν τη ζωή τους και γι’ αυτό, έγραφε ο Λένιν, «όσα φυλλάδια και όσες διακηρύξεις και να κάνουμε, δεν θα φτάσουν να διαφωτίσουν το προλεταριάτο αν το ίδιο δεν φωτιστεί μέσα από τον ίδιο του τον αγώνα ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του καπιταλισμού». [4] Ταυτόχρονα έδινε μάχη, με τους «αριστεριστές» μέσα στο Κόμμα, για τη διάκριση μεταξύ του καταπιεστικού μηχανισμού της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας και των καταπιεσμένων μαζών που πιστεύουν (γι’ αυτό ο αθεϊσμός δεν αποτελούσε προϋπόθεση στην ένταξη στους μπολσεβίκους), αλλά και τη διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία του καταπιεστή και τις θρησκείες των καταπιεσμένων εθνοτήτων.

Μετά την επανάσταση, το νέο εργατικό κράτος νομοθέτησε υπέρ της ανεξιθρησκείας και του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας. Με το Διάταγμα για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, η επανάσταση απαλλοτρίωσε τη γη (7,5 εκατομμύρια στρέμματα) και τα περιουσιακά στοιχεία της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας και τα έθεσε υπό τη διοίκηση των σοβιέτ. Όσοι από την ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία αντιστάθηκαν, φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν.

Όμως, δεν περιορίστηκαν οι θρησκευτικές ελευθερίες, ούτε καταδιώχθηκαν οι πιστοί. Όλες οι θρησκευτικές ομάδες ήταν ελεύθερες να κάνουν προπαγάνδα και να χρησιμοποιούν κτήρια για τις λατρευτικές τους διαδικασίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ευαγγελιστών Προτεσταντών που από 100.000 πιστούς ξεπεράσανε το ένα εκατομμύριο, κυρίως, εξαιτίας της εντυπωσιακής απόφασης του Τρότσκι, τον Οκτώβρη του 1918 και ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν, να επιτρέψει σε ανθρώπους που οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις απαγόρευαν τη συμμετοχή στο στρατό να ανταλλάξουν τη θητεία τους με ώρες προσφοράς σε νοσοκομεία. Αυτό ήταν το τίμημα για τους μπολσεβίκους και την επανάσταση για να υποστηρίξουν, στη πράξη και όχι στα λόγια, την πολιτική αρχή της ανεξιθρησκείας και του σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

 

Επανάσταση και Μουσουλμάνοι

Η τσαρική αυτοκρατορία, η «φυλακή των λαών», ασκούσε πολιτική εθνικής και θρησκευτικής καταπίεσης των μη ρωσικών εθνοτήτων, που εκφραζόταν με τη γνωστή ρήση «Ορθοδοξία, μοναρχία, λαϊκότητα».

Οι εθνότητες των μουσουλμάνων ζούσαν στο νότιο άκρο της Ρωσίας και στην Κεντρική Ασία. Οι περιοχές αυτές είχαν κατακτηθεί από τη ρωσική αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα. Λεηλατήθηκαν και αποικίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που οι δυτικές δυνάμεις λεηλάτησαν την Αφρική και την Ασία. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είχαν αποκλειστεί από τη διακυβέρνηση των περιοχών τους, η γλώσσα, ο πολιτισμός και, φυσικά, η θρησκεία τους είχαν καταπιεστεί. Η οργή ξεχείλισε το καλοκαίρι του 1916 με μία μεγαλειώδη εξέγερση ενάντια στην απόφαση του Τσάρου να τους επιστρατεύσει για να πολεμήσουν με τον ρωσικό στρατό, στον Α’ ΠΠ. Την εξέγερση, στην οποία 2.500 ρώσοι αποικιοκράτες σκοτώθηκαν, ακολούθησε μία θηριώδης καταστολή με 83.000 νεκρούς μουσουλμάνους.

Η πτώση του Τσάρου αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από τους μουσουλμάνους, αλλά για να κερδηθούν με την επανάσταση θα έπρεπε οι μπολσεβίκοι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους στο ότι με τη νίκη και την εδραίωση της επανάστασης θα είχαν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που τους στέρησε ο Τσάρος. Δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε δεδομένο.

Ο E. H. Carr επισημαίνει ότι: «… με έκπληξη ανακάλυψαν ότι, ενώ η επίδραση του Ισλάμ επάνω στους νομαδικούς λαούς και στις περιοχές της κεντρικής Ασίας ήταν μάλλον τυπική, αλλού παρέμεινε σταθερό και δυναμικό όργανο που πρόβαλε πολύ πιο άγρια αντίσταση απ’ ό,τι η Ορθόδοξη Εκκλησία στις νέες πεποιθήσεις και πρακτικές. Στις περιοχές όπου ήταν ισχυρή –ειδικότερα στο βόρειο Καύκασο– η μουσουλμανική θρησκεία ήταν ένα κοινωνικό, νομικό και πολιτικό, καθώς επίσης και ένα θρησκευτικό όργανο που ρύθμιζε τον καθημερινό τρόπο ζωής των πιστών σχεδόν σε κάθε πτυχή της. Οι ιμάμηδες και οι μουλάδες ήταν δικαστές, νομοθέτες, δάσκαλοι και διανοούμενοι, καθώς επίσης και πολιτικοί και μερικές φορές στρατιωτικοί αρχηγοί». [5]

Αυτή η πραγματικότητα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο αν οι μπολσεβίκοι διαχωρίζονταν από τις πολιτικές των Ρώσων σωβινιστών, αποδυναμώνοντας, έτσι, τη δυνατότητα των θρησκευτικών ελίτ να ενώνουν όλους τους Μουσουλμάνους γύρω από το τζαμί και βάζοντας τη βάση για να βγουν στην επιφάνεια οι ταξικές διαφορές, που υπήρχαν, μέσα στις μουσουλμανικές εθνότητες.

Η επαναστατική κυβέρνηση, αμέσως μετά την ιστορική «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Λαών της Ρωσίας», έκανε και μια ειδική έκκληση «Προς Όλους τους Μουσουλμάνους Εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής» που τόνιζε: «Μουσουλμάνοι της Ρωσίας, τάταροι του Βόλγα και της Κριμαίας, κιργίσιοι και σάρτοι του Τουρκεστάν και της Σιβηρίας, τούρκοι και τάταροι της Υπερκαυκασίας, τσετσένοι και ορεσίβιοι του Καυκάσου και όλοι εσείς που τα τζαμιά και οι ναοί σας έχουν καταστραφεί, που τα έθιμα σας και η πίστη σας έχουν ποδοπατηθεί από τους τσάρους και τους καταπιεστές της Ρωσίας… η πίστη σας και τα έθιμα σας, οι εθνικοί σας και πολιτιστικοί σας θεσμοί από σήμερα θα είναι ελεύθεροι και απαραβίαστοι. Οργανώστε την εθνική σας ζωή με πλήρη ελευθερία. Έχετε το δικαίωμα. Να ξέρετε ότι τα δικαιώματα σας, όπως και τα δικαιώματα όλων των λαών της Ρωσίας, βρίσκονται κάτω από την προστασία της επανάστασης και των οργάνων της, των σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών. Δώστε την υποστήριξη σας στην επανάσταση αυτή και την κυβέρνηση της». [6]

Η επανάσταση δεν έμεινε «μόνο» στις Διακηρύξεις. Ξεκίνησε το Πρόγραμμα «korenizatsiia» («τοπικοποίηση») με την απομάκρυνση των Ρώσων και Κοζάκων αποικιοκρατών από τις περιοχές τους. Έπαψε τη κυριαρχία της Ρωσικής γλώσσας και οι μητρικές γλώσσες της κάθε εθνότητας επέστρεψαν στα σχολεία, στους κυβερνητικούς θεσμούς και στον Τύπο. Οι ντόπιοι προωθούνταν σε ηγετικές θέσεις του κράτους, ιδρύθηκαν πανεπιστήμια, η Παρασκευή, η μέρα θρησκευτικής εορτής για τους Μουσουλμάνους, ορίστηκε ως αργία για ολόκληρη την Κεντρική Ασία. Όλα τα ιερά Μουσουλμανικά βιβλία και αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τους τσάρους επιστράφηκαν στα τζαμιά. Το Ιερό Κοράνι του Οσμάν παραδόθηκε με τελετή στο Περιφερειακό Συνέδριο των Μουσουλμάνων της Πετρούπολης, τον Δεκέμβριο του 1917. Τον Ιανουάριο του 1918 δημιουργήθηκε το Επιτροπάτο Εσωτερικών Μουσουλμανικών Υποθέσεων.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν το σταδιακό κέρδισμα των Μουσουλμάνων στο πλευρό της επανάστασης. Υπήρχαν κομμάτια μουσουλμάνων –κύρια γαιοκτήμονες και ιερείς– που κήρυξαν το πόλεμο στους μπολσεβίκους και στην επανάσταση [7], αλλά η μεγάλη εικόνα ήταν ότι ολόκληροι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, όλων των εθνοτήτων, υπερασπίστηκαν την επανάσταση, πολεμώντας με τον Κόκκινο Στρατό απέναντι στους Λευκούς και στους ιμπεριαλιστικούς στρατούς, κρατώντας με το ένα χέρι το όπλο και με το άλλο το Κοράνι.

Στις αρχές του 1919, περίπου 250.000 μουσουλμάνοι (Τατάροι, Βασκίροι, Καζάκοι, Ουζμπέκοι, Τουρκμένοι) υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό υπό τις διαταγές μουσουλμάνων αξιωματικών. Ο μουσουλμάνος μπολσεβίκος ηγέτης (και το πρώτο θύμα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν), ο Τατάρος, Sultan Galiev έγραφε ότι «κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου θα μπορούσε κανείς να δει ολόκληρα χωριά ή ακόμα και φυλές από τα βουνά να συμμετέχουν στη μάχη με το μέρος των Σοβιετικών δυνάμεων, μόνο από θρησκευτικά κίνητρα. “Η Σοβιετική εξουσία μας δίνει μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία από τον Λευκό Στρατό”, έλεγαν». [8]

Η νίκη της επανάστασης θα διασφάλιζε ότι οι μουσουλμανικοί λαοί θα είχαν όχι μόνο θρησκευτικές αλλά και κοινωνικές ελευθερίες στις νέες αυτόνομες δημοκρατίες.

Το 1919, ο Mohammed Barkatullah ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Κεντρικής Ασίας μιλώντας και διαδίδοντας το φυλλάδιο του «Μπολσεβικισμός και η πολιτική του Ισλαμικού Σώματος». Γράφει: «Μετά τα σκοτεινά βράδια της τσαρικής αυτοκρατορίας… η διοίκηση των εκτενών εδαφών ήρθε στα χέρια των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε φυλές, θρησκείες και τάξεις εξαφανίστηκαν. Αλλά ο εχθρός αυτής της αγνής, μοναδικής δημοκρατίας είναι ο Βρετανικός ιμπεριαλισμός, ο οποίος ελπίζει να διατηρήσει τα Ασιατικά έθνη σε κατάσταση αιώνιας ομηρίας. Έχει έρθει η ώρα για τους Μωαμεθανούς του κόσμου και τα Ασιατικά κράτη να καταλάβουν τις ευγενείς αρχές του Ρώσικου σοσιαλισμού και να τις αγκαλιάσουν με ενθουσιασμό και σοβαρότητα. Θα πρέπει να κατανοήσουν τις βασικές αξίες αυτού του συστήματος και, για την υπεράσπιση της πραγματικής ελευθερίας, θα πρέπει να συνταχθούν με τους Μπολσεβίκους στο να σταματήσουν τις επιθέσεις των σφετεριστών και των δεσποτών, των Βρετανών». [9]

Με το «1ο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής», που οργανώθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ) στο Μπακού το Σεπτέμβριο του 1920, εγκαινιάστηκε, σύμφωνα με τον E. H. Carr, «η σταυροφορία των εθνών της ανατολής κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού κάτω από την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας». [10] Σε αυτό πήραν μέρος 2.000 αντιπρόσωποι 37 εθνοτήτων, περιλαμβανομένων του Αφγανιστάν, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Περσίας, της Κίνας, της Κορέας, της Συρίας, της Τουρκίας και άλλων χωρών. Το ένα τρίτο δεν ήταν επαναστάτες. Η βρετανική κυβέρνηση έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να εμποδίσει το ταξίδι των αντιπροσώπων στο Μπακού, με επιθέσεις και περιπολίες στην Μαύρη Θάλασσα. Πολλοί αντιπρόσωποι σκοτώθηκαν στο δρόμο προς το Συνέδριο. Ο κίνδυνος του Συνεδρίου για τον δυτικό ιμπεριαλισμό, και ιδιαίτερα για τον βρετανικό, ήταν τεράστιος.

Το κάλεσμα της ΚΔ, για το Συνέδριο, δήλωνε: «Παλαιότερα, ταξιδεύατε σε ερήμους για να επισκεφτείτε τους ιερούς τόπους. Τώρα κάντε το δρόμο σας πάνω από βουνά και ποτάμια, μέσα από δάση και ερήμους, για να συναντήσετε ο ένας τον άλλον και να συζητήσετε πώς να ελευθερωθείτε από τις αλυσίδες της δουλείας, ώστε να ενωθείτε σε εγκάρδια συμμαχία, για να ζήσετε με ισότητα, ελευθερία και αδελφοσύνη… Μακάρι το Συνέδριο να φέρει πιο κοντά την ημέρα του τελικού θριάμβου και της απελευθέρωσης». [11]

Από το βήμα του Συνεδρίου, ο Ζηνόβιεφ, πρόεδρος της ΚΔ, κάλεσε τους λαούς της Ανατολής σε «Ιερό Πόλεμο» (Τζιχάντ): «Σύντροφοι, εσείς που συγκεντρωθήκατε για πρώτη φορά σε ένα συνέδριο λαών της Ανατολής, πρέπει εδώ να κηρύξετε έναν πραγματικό ιερό πόλεμο, ενάντια στους ληστές, τους Αγγλογάλλους καπιταλιστές… αυτός είναι ένας ιερός πόλεμος για την απελευθέρωση των λαών της Ανατολής… να τερματιστεί η διαίρεση της ανθρωπότητας σε λαούς καταπιεστές και λαούς καταπιεσμένους… για την πλήρη ισότητα όλων των λαών και των φυλών, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, όποιο χρώμα κι αν είναι το δέρμα τους και όποια θρησκεία και αν ομολογούν. Έχετε ακούσει συχνά να σας καλούνε για Τζιχάντ, έχετε βαδίσει κάτω από το πράσινο λάβαρο του Προφήτη, αλλά όλοι αυτοί οι ιεροί πόλεμοι ήταν ψευδεπίγραφοι, εξυπηρετούσαν τα ιδιοτελή συμφέροντα των κυβερνητών σας και εσείς οι αγρότες και εργάτες παραμένατε σκλάβοι… Σας καλούμε σε Τζιχάντ για τη δική σας ζωή, τη δική σας ελευθερία, τα δικά σας συμφέροντα». [12]

Το Συνέδριο ξεσήκωσε τους λαούς της Ανατολής ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Οι βρετανικές δυνάμεις αποχώρησαν από την Κεντρική Ασία, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις βρέθηκαν με εδάφη που εκτείνονται από τον Καύκασο και τα Ουράλια έως τον Ειρηνικό Ωκεανό. Στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, είχαμε μία σειρά επαναστάσεων στην Ανατολή. Εργάτες, αγρότες, ναύτες και στρατιώτες επαναστάτησαν ενάντια στους Ολλανδούς στην Ινδονησία, μια χώρα με τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό στον κόσμο. Το 1920, ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Ένωση των Ινδιών και έγινε το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα στην Ασία που προσχώρησε στην ΚΔ.

Ο Μπαμπάεβ, ένας νεαρός Μουσουλμάνος που ήταν στη φρουρά του Συνεδρίου, θυμόταν ότι «στη διάρκεια της προσευχής αφήναμε τα ντουφέκια μας για να προσευχηθούμε και μετά επιστρέφαμε για να υπερασπίσουμε και με το αίμα μας το συνέδριο και την επανάσταση. Χιλιάδες άνθρωποι εμπνευσμένοι από το κάλεσμα για Ιερό Πόλεμο πείστηκαν ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να είναι κανείς και Μουσουλμάνος και Μπολσεβίκος και μπήκαν στις γραμμές των Μπολσεβίκων». [13]

Η ένταξη μουσουλμάνων στους μπολσεβίκους ξεκίνησε αμέσως μετά την επανάσταση και μαζικοποιήθηκε μετά το 1920. Το Ισλάμ δεν ήταν μονολιθική θρησκεία. Υπήρχαν ολόκληρα ρεύματα και ομάδες ισλαμικής διανόησης που κάνανε αυτό το βήμα προς τους μπολσεβίκους χωρίς να έρθουν σε ρήξη με τη θρησκεία τους. Το ρεύμα των Τζαντιντιστών (Jadids), η καζάκικη ομάδα Ush-Zhuz, η πέρσικη Jengelis, οι Vaisites και άλλοι. Το Συνέδριο Μουσουλμανικών Κομμουνιστικών Οργανώσεων, το Νοέμβριο του 1918 στη Μόσχα, προχώρησε στη δημιουργία του Κεντρικού Γραφείου Μουσουλμανικών Κομμουνιστικών Οργανώσεων το όποιο ήταν υπεύθυνο για τον συντονισμό της δράσης, το τύπωμα προπαγανδιστικού υλικού σε πολλές γλώσσες, την έκδοση μιας ημερήσιας εφημερίδας σε τουρκική γλώσσα, την αποστολή αγκιτατόρων και την οργάνωση τοπικών τυπογραφείων. Το 1923, ο Τρότσκι έγραφε ότι σε κάποιες από τις νότιες δημοκρατίες το 15% του Κόμματος ήταν Μουσουλμάνοι. Τους αποκαλούσε ως οι «ακατέργαστοι νεοσύλλεκτοι επαναστάτες που μας χτυπούν την πόρτα». Σε κομμάτια της Κεντρικής Ασίας, οι Μουσουλμάνοι έφταναν μέχρι και το 70% των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κουβαλούσαν μαζί τους τα έθιμα από τον θρησκευτικό τους πολιτισμό. Οι γυναίκες του Κόμματος φορούσαν μαντήλα. [14]

Όμως, όλη αυτή διαδικασία σήμαινε και συγκρούσεις στο εσωτερικό των μπολσεβίκων. Ο Λένιν έπρεπε να δίνει συνεχώς μάχες απέναντι σε «μεγαλορώσους» μπολσεβίκους που αναπαραγάγανε όλες των ειδών τις διακρίσεις απέναντι στους Mουσουλμάνους που τους «χτυπούσαν τη πόρτα». Το παράδειγμα της Τασκένδης, το 1918, ήταν ενδεικτικό. [15]

 

Δικαιοσύνη, Εκπαίδευση, Γυναικεία Απελευθέρωση

Η εφαρμογή της Σαρία (ο ισλαμικός νόμος) και η λειτουργία ισλαμικών σχολείων (μαντράσας) ήταν κεντρικά αιτήματα των Μουσουλμάνων προς τη νέα εξουσία. Η εδραίωση της σοβιετικής εξουσίας, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, άνοιξε τον δρόμο για την υλοποίηση αυτών των αιτημάτων. Ό,τι είχε υποσχεθεί η επανάσταση για να κερδίσει τις μουσουλμανικές εθνότητες προς τη μεριά της θα έπρεπε και να υλοποιηθεί. Έτσι, προσπάθησε από τη μία να σεβαστεί αυτά τα αιτήματα και από την άλλη να υπερασπίσει τους σοβιετικούς θεσμούς στη δικαιοσύνη και στην εκπαίδευση.

Από το 1921, στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο, δημιουργήθηκε ένα παράλληλο δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Ο στόχος ήταν οι μουσουλμάνοι να έχουν την επιλογή ανάμεσα στην επαναστατική και τη θρησκευτική δικαιοσύνη και εκπαίδευση.

Φυσικά, κάποιες από τις ποινές του ισλαμικού δίκαιου, όπως ο λιθοβολισμός ή το κόψιμο των χεριών, απαγορεύτηκαν. Οι αποφάσεις των ισλαμικών δικαστηρίων που είχαν να κάνουν με τέτοιες υποθέσεις έπρεπε να εγκριθούν από σοβιετικά δικαστήρια και επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα επανεξέτασης υποθέσεων των ισλαμικών δικαστηρίων από σοβιετικά αν θέλει κάποιο από τα πρόσωπα της υπόθεσης. Το 30-50% των υποθέσεων λυνόταν σε ισλαμικά δικαστήρια, ενώ στην Τσετσενία έφτανε το 80%.

Τον Νοέμβριο του 1921 υπήρχαν στην Κεντρική Ασία περισσότερα από 1.000 (αυτοχρηματοδοτούμενα) ισλαμικά σχολεία, με τουλάχιστον 85.000 μαθητές, δίπλα σε (λιγότερα) σοβιετικά σχολεία.

Οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν, πάντα, ως έθιμο το να καλύπτουν οι γυναίκες το πρόσωπο τους. Οι πρακτικές της απομόνωσης των γυναικών και της κάλυψης του προσώπου τους συνηθίζονταν σε μέρη της κεντρικής Ασίας μετά την κατάληψη και τον εποικισμό από την τσαρική Ρωσία. Η επανάσταση του Φλεβάρη του ‘17 και η πτώση του τσαρισμού ριζοσπαστικοποίησε ολόκληρα κομμάτια γυναικών (και) στις μουσουλμανικές εθνότητες.

Το πρώτο Συνέδριο Μουσουλμάνων Γυναικών της Ρωσίας, που έγινε στο Καζάν στις 23 Απριλίου 1917, με 59 γυναίκες αντιπροσώπους που είχαν εκλεγεί από τις τοπικές τους οργανώσεις, έβγαλε ψηφίσματα που απαιτούσαν, μεταξύ άλλων, ίσα πολιτικά δικαιώματα για γυναίκες και άνδρες, το δικαίωμα διαζυγίου και την κατάργηση της πολυγαμίας για τους άντρες και του γάμου των παιδιών. Αυτά τα ψηφίσματα συζητήθηκαν και ψηφίστηκαν, την 1η Μαΐου 1917 στη Μόσχα και στο πρώτο Ρωσικό Συνέδριο Μουσουλμάνων. Από τους 1.000 αντιπροσώπους, οι 200 ήταν γυναίκες. Η επαναστατική περίοδος στη Ρωσία άνοιξε το δρόμο ώστε οι Μουσουλμάνοι της Ρωσίας να ήταν οι πρώτοι στον κόσμο που απελευθέρωσαν τις γυναίκες από τους περιορισμούς των Μουσουλμανικών κοινοτήτων εκείνης της περιοχής.

Στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, ο αγώνας των γυναικών για την απελευθέρωση συζητήθηκε σε πολλές συνεδριάσεις. Την έκτη ημέρα του Συνεδρίου, ο πρόεδρος κάλεσε το Συνέδριο να συμπεριλάβει τρεις γυναίκες στην ηγετική του επιτροπή: τις Bulach Tatu, από το Νταγκεστάν, Najiye Hanum, από την Τουρκία και Khaver Shabanova-Karayeva, από το Αζερμπαϊτζάν, εκ των οποίων οι δύο τελευταιές μίλησαν στο συνέδριο. Η διαδικασία στο σημείο αυτό, σύμφωνα με τον Riddell, έχει ως εξής: «Ναι, ναι… χειροκροτήματα, Πρόεδρος: “Ζήτω η χειραφέτηση των γυναικών της Ανατολής”. Δυνατό χειροκρότημα. Κραυγές. Όλοι όρθιοι. Πανηγυρική υποδοχή. Στο Συνέδριο διαβάστηκε δήλωση για τον απελευθερωτικό αγώνα των γυναικών της Ανατολής». [16]

 

Το ζήτημα της μαντήλας

Μετά την Επανάσταση, η Zhenotdel (η μπολσεβίκικη οργάνωση των γυναικείων δικαιωμάτων) είχε ταχθεί ενάντια σε κάθε εκστρατεία ή πίεση για να βγάλουν οι γυναίκες τη μαντήλα ή τα παραδοσιακά μουσουλμανικά φορέματα. Η θέση της ήταν πώς «η οικονομική και υλική ασφάλεια της γυναίκας είναι ο δρόμος για τη λύση του γυναικείου ζητήματος». Άρα, αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η αφηρημένη προπαγάνδα που θα κατέληγε σε μέτρα καταπίεσης για το «καλό» των γυναικών, αλλά η συμβολή στην προσπάθεια να κερδίσουν οι ίδιες οι γυναίκες την ανεξαρτησία τους. Έτσι, οργάνωσε εθελόντριες, που φορούσαν μαντήλα, για να ταξιδέψουν στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην ανατολή για να δουλέψουν, να συζητήσουν και να οργανώσουν με γυναίκες που φορούσαν επίσης μαντήλα.

Ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού, Φρούνζε, τον Μάιο του 1920, είχε δηλώσει στις 118 εκπροσώπους του Συμβουλίου Γυναικών από το Τουρκεστάν –οι οποίες όλες φορούσαν μαντήλα– ότι: «κάτω από τα paranji (βαριά ένδυση που φτάνει μέχρι το πάτωμα) χτυπάει μια πολύτιμη καρδιά, κάτω από τα paranji κάποια μπορεί να υπηρετήσει την επανάσταση και κάτω από τα paranji μερικές φορές μπορεί να κρυφτεί μια γενναία ανιχνεύτρια του Κόκκινου Στρατού». [17]

Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’20, η αποκήρυξη της μαντήλας ήταν εκτός της πολιτικής των Μπολσεβίκων, θεωρώντας ότι «η υπεράσπιση της οικονομικής και υλικής ασφαλούς κατάστασης των γυναικών είναι ο θεμελιώδης τρόπος για την επίλυση της γυναικείας καταπίεσης». [18]

 

Η σταλινική αντεπανάσταση τα πήρε όλα πίσω

Οι προσπάθειες των Μπολσεβίκων να εξασφαλίσουν την ελευθερία του θρησκεύματος και των δικαιωμάτων των εθνοτήτων υπονομευόταν συνεχώς από την κατάρρευση της μεταεμφυλιακής βιομηχανίας, την ιμπεριαλιστική απομόνωση και τον διαρκή αγώνα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του πληθυσμού. Η εξαθλίωση και ο λιμός στις πόλεις και στην ύπαιθρο ήταν μία «θηλιά στο λαιμό» της επανάστασης.

Όπως αναφέρει ο Crouch: «ήδη το 1922 η χρηματοδότηση της Μόσχας στην Κεντρική Ασία χρειάστηκε να κοπεί και πολλά κρατικά σχολεία έπρεπε να κλείσουν. Δάσκαλοι εγκατέλειπαν τη δουλειά τους γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για να πληρωθούν. Αυτό σήμαινε ότι τα Μουσουλμανικά σχολεία που χρηματοδοτούνταν από την κοινότητα ήταν η μόνη εναλλακτική: “Όταν δεν μπορείς να παρέχεις ψωμί, δεν τολμάς να αφαιρέσεις το υποκατάστατο του”, έλεγε ο κομισάριος για την εκπαίδευση Lunacharsky. Τα Ισλαμικά δικαστήρια δεν είχαν κρατική χρηματοδότηση από το 1924. Οι οικονομικοί παράγοντες εμπόδιζαν τους Μουσουλμάνους από το να τραβάνε τις υποθέσεις τους μέχρι τα δικαστήρια. Για παράδειγμα, αν ένα κορίτσι αρνιόταν έναν κανονισμένο γάμο ή έναν γάμο με πολλές γυναίκες, αυτό θα σήμαινε ότι θα είχε ελάχιστες ευκαιρίες να συντηρήσει τον εαυτό της γιατί δεν υπήρχαν δουλειές. Στη Ρωσία η θέση των γυναικών υποβιβάστηκε καθώς η ανεργία και η ανεπάρκεια του κράτους να παρέχει δικαιώματα στις μητέρες οδηγούσε τις γυναίκες στο να επιστρέφουν στο σπίτι και επανάφερε τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας». [19]

Σ’ αυτές τις συνθήκες, η όλο και αυξανόμενη, υπό τον έλεγχο του Στάλιν, γραφειοκρατία προσπαθούσε να ισχυροποιήσει τον συγκεντρωτικό της έλεγχο παίζοντας το χαρτί του «ρώσικου εθνικισμού». Ο Στάλιν (σε σύγκρουση με τον Λένιν) [20] όλο και πιο πολύ επιτίθονταν στις «εθνοτικές διαφορές» στις μη ρωσικές δημοκρατίες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ξεκινάει μια ολοκληρωτική επίθεση στο Ισλάμ με πρόφαση, όπως και σήμερα από τη Δύση, «τα πολιτισμικά εγκλήματα» και «τα δικαιώματα των μουσουλμάνων γυναικών και την απελευθέρωσή τους από την μαντήλα». Το σλόγκαν της εκστρατείας ήταν «Hujum», που σήμαινε, στις γλώσσες της Κεντρικής Ασίας, «επίθεση». Στις 8 Μαρτίου 1927, στην παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, οργανώθηκαν συγκεντρώσεις στις οποίες οι μουσουλμάνες γυναίκες καλούνταν («αυθόρμητα») να βγάλουν τη μαντήλα.

Το «Hujum» έγινε αντιληπτό από την συντριπτική πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού ως μια επιβολή από τους Ρώσους, όπως επί Τσάρου. Για τον Στάλιν και τη γραφειοκρατία, η ανησυχία για τις Μουσουλμάνες δεν είχε τίποτα να κάνει με την ιδέα της απελευθέρωσης τους. Αντίθετα, ο στόχος της καμπάνιας ήταν η οργάνωση της ντόπιας οικογενειακής ζωής ώστε να μπορέσουν να αξιοποιηθούν ως εργατικό δυναμικό. Ταυτόχρονα, η καμπάνια διεξάχθηκε σε μια περίοδο έντονων εθνικιστικών και ρατσιστικών εντάσεων ανάμεσα στους Ρώσους και τους ντόπιους πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας. Οι Μουσουλμάνοι ηγέτες που είχαν στηρίξει την επανάσταση διώχθηκαν, εξορίστηκαν και εξοντώθηκαν. Η σταλινική αντεπανάσταση στέρησε από τις γυναίκες τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει τον Οκτώβρη και την ίδια στιγμή υποκριτικά «απελευθέρωνε τις μουσουλμάνες γυναίκες από τις μαντήλες τους».

Το αποτέλεσμα της σταλινικής αντεπανάστασης ήταν, στις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, ο σοσιαλισμός να ισοδυναμεί με καταπίεση και το Ισλάμ να ενισχυθεί. Για τους ντόπιους πληθυσμούς, το Ισλάμ έγινε «ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου».

Γι’ αυτό η παράδοση του Λένιν και των μπολσεβίκων είναι σήμερα πολύτιμη κληρονομιά για την Αριστερά και τους επαναστάτες. Για το πώς θα μπορέσουμε να κερδίσουμε, ξανά, στις επαναστατικές ιδέες του σοσιαλισμού τα ταξικά αδέλφια μας, τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες που παλεύουν ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το ρατσισμό.

 

Γιώργος Ράγκος

 

Σημειώσεις:

  1. Νίκος Λούντος, Ισλαμοφοβία: Ρατσιστικό εργαλείο, Εργατική Αλληλεγγύη, No 1446, https://ergatiki.gr/article.php?id=23114
  2. Dave Crouch, The Bolsheviks and Islam, International Socialism, τ. 110, http://isj.org.uk/the-bolsheviks-and-islam
  3. Καρλ Μαρξ, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, Εκδόσεις ΚΨΜ
  4. Τόνι Κλιφ, Λένιν: 1896 – 1914 Τα χρόνια της συγκρότησης των Μπολσεβίκων, Εκδόσεις Μαρξιστικο Βιβλιοποωλείο
  5. Ε. Η. Carr, «Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης, 1917-1923», τόμος 1, εκδόσεις Υποδομή
  6. Ε. Η. Carr, ό,π.
  7. Ο ιμάμης Gotsinskii ηγήθηκε μιας ένοπλης εξέγερσης ενάντια στους Μπολσεβίκους στο Dagestan τον Σεπτέμβρη του 1920. Η εξέγερση κατεστάλη, μετά από τεράστια αιματοχυσία, το 1925.
  8. Dave Crouch, ό,π.
  9. Dave Crouch, ό,π.
  10. Ε. Η. Carr, ό,π.
  11. John Riddell, To See the Dawn: Baku, 1920-First Congress of the Peoples of the East, εκδόσεις Pathfinder και John Riddell, The Baku Congress of 1920 Sounded the Call for the End of Empire, https://johnriddell.com/2020/09/30/the-baku-congress-of-1920-sounded-the-call-for-the-end-of-empire
  12. John Riddell, ό,π.
  13. John Riddell, ό,π.
  14. Λέων Τρότσκι, Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 
  15. Λέανδρος Μπόλαρης, Μπολσεβίκοι και Ισλάμ, Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τ. 59, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=97.
  16. John Riddell, ό.π.
  17. Λέανδρος Μπόλαρης, ό.π.
  18. Dave Crouch, ό.π.
  19. Dave Crouch, ό.π.
  20. Λένιν, Η Τελευταία Μάχη: Κείμενα και Ομιλίες 1922 – 1923, εκδόσεις Διεθνές Βήμα και Μοσέ Λεβίν, Η Τελευταία Μάχη του Λένιν, εκδόσεις Παρουσία.

*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 151 του περιοδικού «Σοσιαλισμός Από Τα Κάτω»

Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook 
Ακολούθησε μας στο Twitter
Ακολούθησε μας στο Instagram

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το radikal.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά Άρθρα