Αν κανείς θέλει να «δει» τη σχέση του Προϋπολογισμού, τρέχοντος και επόμενου, με την πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να ψάξει τα νούμερα που αναφέρονται στις σελίδες του, ή στις αντίστοιχες σελίδες της Ενδιάμεσης Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδα (ΤτΕ) που κυκλοφόρησε την Τετάρτη.
Αρκεί να «κοιτάξει» την κατάρρευση των υπηρεσιών στα Νοσοκομεία, την διάλυση των υπηρεσιών δωρεάν Υγείας του ΕΣΥ, να «δει» τους τοίχους που πέφτουν στα σχολεία και τις χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών, την ανεργία που μαστίζει την νεολαία, τα άθλια μεροκάματα, τους μισθούς και τις συντάξεις πείνας ή τις τιμές των βασικών τροφίμων στα σούπερ μάρκετ.
Αρκεί να δει την κατακόρυφη αύξηση των κερδών των τραπεζών, τα εκκωφαντικά κέρδη των μεγάλων ομίλων πετρελαιοειδών, των κατασκευών, ή της λεγόμενης τουριστικής «βαριάς» βιομηχανίας.
Εκεί αποτυπώνεται με ακρίβεια η πραγματική σχέση του Προϋπολογισμού, δηλαδή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με την κοινωνική πραγματικότητα και τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου (ιδιαίτερα του χρηματιστικού) και της εργατικής τάξης.
Παρ’ όλα αυτά, «αυτή» η σχέση με κάποιο τρόπο, συνδέεται με τις παραδοξότητες και τις ακραίες αντιφάσεις των μεγεθών του Προϋπολογισμού, που καλό είναι να τις καταγράψουμε.
Εύκολα διαπιστώνεται ότι τόσο η Έκθεση της ΤτΕ όπως και ο Προϋπολογισμός δεν διστάζουν να βάλουν δίπλα – δίπλα εντελώς αντιφατικά και ασύμβατα νούμερα, χωρίς βέβαια να κάνουν τον κόπο να δώσουν καμία εξήγηση.
Το γιατί δεν κάνουν αυτό τον κόπο το απάντησε η συζήτηση στην Βουλή όπου πέρα από τις μικροπολιτικές κόντρες κανείς δεν ασχολήθηκε στα σοβαρά να «δείξει» το προφανές.
Τα βασικά
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά πρώτα στην Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ που για λόγους θεσμικούς είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει με τα βασικά.
Κατ’ αρχήν η μοναδική διόρθωση που έκανε η ΤτΕ στις προηγούμενες εκτιμήσεις της για το 2024 ήταν να κατεβάσει κατά μισή μονάδα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη το 2024 (από 3% σε 2,5%), προφανώς αφού ακόμα και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μετρίασε τον… ενθουσιασμό του για το 2024, όσον αφορά την ανάπτυξη κάτω από το 3%.
Οι αντιφατικές και ασύμβατες εκτιμήσεις όμως από την πλευρά της ΤτΕ ξεκινάνε από την αρχή και λίγο πολύ ξεμπροστιάζουν τα βασικά «στοιχεία» του Προϋπολογισμού.
Όπως σημειώνεται στο κείμενό της: «Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας τα επόμενα έτη, (σ.σ. προφανώς και το 2024) θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, ενώ η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα θα είναι οριακά αρνητική…».
Ενώ για την νομισματική πολιτική, δηλαδή για το κόστος του χρήματος (επιτόκια) και την «διαθεσιμότητά» του (ρευστότητα) σημειώνει ότι «Η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να επιδρά συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα».
Αντίθετα σημειώνεται ότι «θετικά στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι επενδύσεις χάρη στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (σ.σ. το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης)».
Που είναι τα «παράδοξα» και αντιφατικά;
Η μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην οποία υποτίθεται θα συνεχίσει να στηρίζεται η οικονομία, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, βυθίζεται κυριολεκτικά από το 2,9% το 2023 στο 1,3% το 2024.
Και πράγματι όλες οι εκθέσεις που έχουν δημοσιευθεί από τους αρμόδιους οργανισμούς τα τελευταία 24ωρα επιβεβαιώνουν ότι το 2024 η πτώση της καταναλωτικής δαπάνης θα είναι κατακόρυφη.
Το ίδιο και η δημόσια κατανάλωση η οποία από το -0,4% το 2023 μειώνεται ακόμα περισσότερο, στο -1,6%, το 2024.
Και όλα αυτά όταν είναι «μετρημένο» ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ εξαρτάται σχεδόν κατά 70% από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.
Το δεύτερο σημείο που κατά την ΤτΕ θα συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη, οι επενδύσεις, στον Προϋπολογισμό προβλέπεται ο υπερδιπλασιασμός της μεταβολής τους(!). Χωρίς όμως αυτό να δικαιώνεται σαν πρόβλεψη ούτε από την επίτευξη των στόχων του 2023, ούτε πολύ περισσότερο από την σχετική «στοχοθέτηση» το 2022.
Η ΤτΕ μετράει ως εν δυνάμει επενδυτική δυναμική για το 2024 την «δυνατότητα» απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Μια δυναμική η οποία έχει ήδη σκοντάψει μέχρι σήμερα για τα καλά αφ’ ενός στην ανικανότητα αποτελεσματικής κατανομής αυτών των πόρων με τα καπιταλιστικά τους κριτήρια και αφ’ ετέρου στη διαρθρωτική αδυναμία απορρόφησής τους. Για την ακρίβεια αυτή η «δυναμική» απλώς πέφτει μέσα στην χοάνη της διαφθοράς των ημετέρων της κυβερνητικής πολιτικής στη λογική του γνωστού λαϊκού ρητού «όσα προλάβουμε, όσα κλέψουμε και όσα αρπάξει ο κ… μας».
Και το τρίτο βέβαια, που έχει καταντήσει λιγάκι ανέκδοτο, είναι η πρόβλεψη (του Προϋπολογισμού) για εκτίναξη των εξαγωγών.
Χωρίς να χρειάζεται για λόγους σοβαρότητας να θίξει κανείς το θέμα των εξαγωγών στη βιομηχανία, μπορεί να τεθεί το ερώτημα πού και σε ποιο οικονομικό περιβάλλον θα γίνουν αυτές οι εξαγωγές;
Σύμφωνα με την ΤτΕ το περιβάλλον αυτό βρίσκεται σε καταφανή συρρίκνωση. Άλλωστε σ’ αυτό αποδίδει και την αλλαγή εκτίμησης για τον ρυθμό ανάπτυξης από 3% σε 2,5%.
Όπως σημειώνεται στο κείμενο «Η προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου (3,0%) αντανακλά την προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη και την αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα…».
Όλο αυτό, σε μετάφραση, σημαίνει ότι «η Ευρωζώνη μπαίνει από 1/1/2024 σε ύφεση», όπως δήλωσε πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι και η ΕΚΤ δεν πρόκειται άμεσα να κάνει το χρήμα πολύ φθηνότερο και εύκολα προσβάσιμο.
Με άλλα λόγια ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις ψευδείς εικόνες στα μεγέθη του προϋπολογισμού που προκαλεί η αύξηση του πληθωρισμού ή πολύ περισσότερο τις τεράστιες γεωπολιτικές αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο και στις συναλλαγές τόσο από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την Γάζα ή ακόμα χειρότερα την ακραία «μεταβλητότητα» των αγορών, φαινόμενα που πληθαίνουν στις μέρες μας, όλοι οι παράγοντες που αναφέρονται ως κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2024 κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «υποστήριξης» της επέκτασης της οικονομίας.
Και τέλος για να πούμε και το προφανές.
Για να μπορεί μια οικονομία με καπιταλιστικούς όρους να κινηθεί «αναπτυξιακά» απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι υψηλότερος από το (επιτοκιακό) κόστος του χρήματος.
Προς το παρόν ακόμα και αυτά τα μεγέθη είναι απολύτως ανάποδα, με τα επιτόκια είναι υπερδιπλάσια από τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης και «για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» όπως υπενθυμίζει το κείμενο της ΤτΕ.
Γιάννης Αγγέλης