Μια τόσο ντροπιαστική και καταστροφική ήττα, όπως η Μικρασιατική Εκστρατεία πάντα θα απαιτεί εξηγήσεις. Στην ιστοριογραφία των «από πάνω», ο ρόλος των μεγάλων ανδρών, των ξεχωριστών στιγμών και των τυχαίων γεγονότων είναι η κυρίαρχη μέθοδος.
Κατά τη γνώμη μας πρέπει να προσανατολιστούμε στην αντίθετη κατεύθυνση, στο ρόλο των μαζών. Στη βάση αυτής της λογικής θα υποστηρίξουμε ότι ένας σημαντικός παράγοντας ήταν η αντιπολεμική διαμαρτυρία και δράση των μαζών στον πόλεμο του 1919-22. Υπάρχει όμως αντικειμενική βάση για αυτή τη δήλωση; Αυτό θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε.
Πολεμική κόπωση
Από το 1912 μέχρι το 1922, σε μια ολόκληρη δεκαετία, ο ελληνικός λαός βρισκόταν σε διαρκή πολεμική κινητοποίηση. Σ ’αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκαν 14 επιστρατεύσεις, γενικές ή μερικές, περίπου 1.000.000 άνδρες κλήθηκαν έστω και για μία φορά στα όπλα, δηλαδή περίπου το 50% του ανδρικού πληθυσμού. Από όλους αυτούς, ο 1 στους 5 χάθηκε στα πεδία των μαχών, χωρίς να υπολογίζουμε τους αιχμαλώτους, τους νεκρούς από επιδημίες και διάφορες ασθένειες και τους χιλιάδες βαρειά τραυματισμένους. Επρόκειτο για μια ατέλειωτη αιμορραγία. Ήταν αρκετά αυτά τα στοιχεία για να μιλήσουμε για το φαινόμενο της «πολεμικής κόπωσης» που κατέλαβε τον ελληνικό λαό;
Οι πόλεμοι στην εποχή του ιμπεριαλισμού, με τα όπλα της τελευταίας βιομηχανικής τεχνολογίας, με τρομακτική καταστροφική ισχύ, είναι πόλεμοι των μαζών. Γιατί από την αντοχή τους και την ανοχή τους στις ανθρώπινες απώλειες εξαρτάται η συνέχιση του πολέμου. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο παίζει κρίσιμο ρόλο η ιδεολογική αποδοχή του πολέμου.
Η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή ο μύθος περί της απελευθέρωσης των σκλαβωμένων αδελφών, οιστρηλατούσε την Μικρασιατική Εκστρατεία. Όμως η πορεία του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μικράς Ασίας αποκάλυψε μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από την εθνική μυθολογία: δεν υπήρχαν πλειοψηφικοί χριστιανικοί πληθυσμοί, και πολύ περισσότερο ελληνικοί, εκτός από την πόλη της Σμύρνης όπου είχε την πλειοψηφία το ελληνικό στοιχείο. Παντού κυριαρχούσε ο μουσουλμανικός πληθυσμός με συντριπτικά ποσοστά. Για αυτό το λόγο εξάλλου, η κεμαλική πλευρά ζητούσε, ακόμη και το 1921 στη διεθνή διάσκεψη για την ειρήνη, να γίνει απογραφή των πληθυσμών στα παράλια της Μικράς Ασίας κάτω από διεθνή επίβλεψη. Ήταν κάτι που αρνιόταν πεισματικά η ελληνική κυβέρνηση. Η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν όμως μόνο τάχα «απελευθερωτική». Είχε και μία πλευρά ακόμη: ήταν ένας επεκτατισμός νικηφόρος. Ο «πρώτος στρατηγός» ήταν ο Βενιζέλος και ο δεύτερος «μεγάλος στρατηλάτης» ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Το καλοκαίρι του 1921, στον Σαγγάριο τα ελληνικά στρατεύματα νικήθηκαν, αν και όχι αποφασιστικά. Ήταν ένα σοκ για την ελληνική κοινή γνώμη και τους απλούς στρατιώτες. Η ειρήνη και η αποστράτευση μέσα από τη νίκη δεν ήταν πια μια ορατή διέξοδος. Τότε τι έμενε; Από τη Μεγάλη Ιδέα είχε απομείνει μόνο το πνεύμα της εθνοκάθαρσης. Από την απόβαση του στη Σμύρνη, το Μάη του 1919, μέχρι την αποχώρηση του, το Σεπτέμβρη του 1922, ο ελληνικός στρατός είχε διαπράξει απίστευτες αγριότητες απέναντι στον άμαχο πληθυσμό των μουσουλμάνων. Αυτές ξεπεράστηκαν μόνο από την εκδικητική μανία των κεμαλικών και την καταστροφή της Σμύρνης. Η ανάλογη εγκληματική δράση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων, έστω και προσωρινά, «συνδέει» τους άνδρες μεταξύ τους. Αλλά η βάση συσπείρωσής τους δεν είναι πλέον κάποιο απελευθερωτικό ιδανικό, αλλά το ένστικτο μιας αγέλης λύκων…
Τα μετόπισθεν
Ακόμη και έτσι, οι στρατοί κάποτε αντέχουν και δεν διαβρώνονται εύκολα. Χρειάζονται και άλλοι παράγοντες να ενεργήσουν. Και στην περίπτωση μας υπήρχαν. Ο πρώτος απ’ αυτούς ήταν οι ανάπηροι και τα θύματα πολέμου (ορφανά, γυναίκες χήρες κλπ). Στους αναπήρους και τα θύματα πολέμου, οι στρατιώτες του μετώπου έβλεπαν τη δική τους προοπτική, αν επιβίωναν του πολέμου. Και ποια ήταν αυτή η προοπτική; Να δύο χαρακτηριστικές εικόνες. Για έναν κρατικό λειτουργό με υπεύθυνη θέση: «τα πενιχρά μηνιαία επιδόματα αντί να δημιουργούσι πολίτας καταρρίπτουσι τουναντίον και το ηθικόν φρόνημα και την ανδρικήν υπερηφάνειαν». Για ένα φυματικό στρατιώτη: «ήλθον εδω, αφού είμαι, ως πιστοποιεί ο πρόεδρος της κοινότητας μου, τελείως άπορος ζων με τις δεκάρες των πρώην συναδέλφων μου και μη γενόμενος δεκτός σε κανέν ξενοδοχείον. Τι λοιπόν να κάμω; Που είναι η πατρίς;»
Χρειάστηκε η μαχητική δράση του αγώνα των φυματικών του σανατορίου «Σωτηρία» (άνοιξη 1921) για να μετατρέψει τους ανάπηρους και τους φυματικούς, αυτούς που ήταν σκουπίδια του κράτους και των κυβερνήσεων, σε πολιτικούς αγωνιστές. Αυτή η εμπειρία μετακίνησε και την εθνική επιτροπή τραυματιών και θυμάτων πολέμου σε αντιπολεμική κατεύθυνση. Και αυτή με τη σειρά της αποτέλεσε το πρόπλασμα για τους συλλόγους των παλαιών πολεμιστών που έδρασαν την περίοδο 1922-25…
Ο δεύτερος παράγοντας που επενέργησε ήταν οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στη φτώχεια και την ακρίβεια. Η ΓΣΕΕ που είχε ιδρυθεί το 1918, είχε εκφράσει την αργή και βασανιστική άνοδο του εργατικού κινήματος των τελευταίων 20 χρόνων. Από την ίδρυσή της αποτέλεσε πεδίο μάχης μεταξύ των βενιζελικών εθνικιστών και απολιτικών συνδικαλιστών ενάντια στους σοσιαλιστές. Στο δεύτερο συνέδριο της, το 1920 επικράτησε η αριστερή πτέρυγα και έστρεψε τα συνδικάτα στη γραμμή της ταξικής πάλης.
Το 1921, η νέα κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί «ειρήνη», συνέχισε τον πόλεμο στο εξωτερικό και την ίδια σκληρή ταξική πολιτική στο εσωτερικό, με όπλο την ακρίβεια – και την αισχροκέρδεια. Το 1920, το λευκό ψωμί από 0,39 η οκά το 1914, αυξήθηκε σε 1,56 για να φτάσει το 1922 σε 2,40 και το 1923 σε 7 δραχμές. Ο δε πληθωρισμός σε όλα τα βασικά είδη από το 1914 μέχρι το 1922 έφτασε στο 597%!! Το 1921, τη χρονιά των μεγάλων εξορμήσεων του ελληνικού στρατού, ξέσπασαν μαχητικές απεργίες σε πολλούς κλάδους και πόλεις. Όλες καταστάλθηκαν άγρια με τη συμβολή όχι μόνο της αστυνομίας αλλά και του στρατού.
Η μοναρχική κυβέρνηση βρισκόταν σε θέση αδυναμίας, γιατί στο χώρο των συνδικάτων δεν είχε προσβάσεις, όπως είχε ο βενιζελισμός. Γι ’αυτό πήρε μέτρα όχι μόνο με τις βαριές ποινές φυλάκισης, αλλά και της τιμωρητικής επιστράτευσης στο μέτωπο. Το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν όμως αντιφατικό.
Από τη μια το εργατικό κίνημα αποψιλώθηκε από τα συνδικαλιστικά του στελέχη, αλλά από την άλλη γεφυρώθηκε το χάσμα μεταξύ στρατευμένων και εργατών.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων; Ένα τεράστιο αυθόρμητο κύμα ανυπότακτων και λιποτακτών (300 χιλιάδες στη γενική επιστράτευση του 1921, τη στιγμή που ο στρατός μόλις έφτανε στις 200 χιλιάδες!!) διέβρωσε τα θεμέλια του στρατεύματος. Την ίδια ώρα που το γενικό επιτελείο κοκορευόταν για την νέα επίθεση που ετοίμαζε στην Άγκυρα, οι στρατιώτες κοιτούσαν προς τη θάλασσα. Το τι επακολούθησε είναι γνωστό, όταν ξέσπασε η αντεπίθεση του κεμαλικού στρατού. Αντιγράφοντας τον πρόσφατο τίτλο μιας ακροδεξιάς εφημερίδας: «χάος, χαμός, χάρος». Οι αξιωματικοί εγκατέλειπαν τους στρατιώτες τους. Ολόκληρες μονάδες αιχμαλωτιζόταν με τα επιτελεία τους. Σφαγή και όλεθρος για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, αυτή τη φορά. Καταστροφή της Σμύρνης…
Η πολιτική του ΣΕΚΕ
Από την ίδρυση του, το ΣΕΚΕ (1918) είχε αναφορές στη διεθνιστική αντιμιλιταριστική παράδοση του Μπολσεβικισμού. Εξάλλου η επανάσταση του 1917 ήταν εκείνη την εποχή ο φάρος όλου του διεθνή ριζοσπαστισμού. Η στρατηγική φόρμουλα του Λένιν και των Μπολσεβίκων συνοψιζόταν στο σύνθημα: «να μετατρέψουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε επανάσταση». Θεμέλιο αυτής της πρότασης ήταν οι αποφάσεις του τελευταίου συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (Βασιλεία 1912) που αξίωνε από τα σοσιαλιστικά κόμματα ότι θα έκαναν ότι ήταν δυνατό για να εμποδίσουν το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου που ετοιμαζόταν. Και εάν δεν θα το κατόρθωναν αυτό, θα αξιοποιούσαν στη συνέχεια την κρίση της κυβέρνησης της άρχουσας τάξης για να την ανατρέψουν.
Για το ΣΕΚΕ όμως υπήρχε ακόμη μία διάσταση. Το 1915 είχε ιδρυθεί η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία (τη θέση της θα πάρει αργότερα η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία το 1921). Ο σκοπός της, η ενότητα των βαλκανικών λαών, θα υλοποιούνταν μέσα από το δρόμο της ενιαίας ταξικής πάλης ενάντια στη Οθωμανική Αυτοκρατορία, τους μοναρχίσκους των διάφορων χριστιανικών κρατιδίων και τους ιμπεριαλιστές που επέμβεναν διαρκώς στην περιοχή.
Έτσι, και με βάση αυτή την παράδοση, στις εκλογές του 1920, το εκλογικό μανιφέστο του ΣΕΚΕ ήταν ξεκάθαρα αντιπολεμικό, αντιβενιζελικό και ιδιαίτερα εχθρικό ενάντια στη συνθήκη των Σεβρών. Το ΣΕΚΕ γινόταν ο εκφραστής των αντιπολεμικών διαθέσεων των μαζών. Η εντολή του Βενιζέλου να παταχθεί ανηλεώς κάθε αντεθνική προπαγάνδα και δράση, έμεινε προσωρινά μετέωρη λόγω των επερχόμενων εκλογών. Στις οποίες όμως ο Βενιζέλος συνετρίβει.
Η νέα κυβέρνηση, των μοναρχικών, αφού κερδοσκόπησε εκλογικά πάνω στην αντιπολεμική διάθεση των λαϊκών μαζών, έστριψε γρήγορα το τιμόνι στη κοινή επεκτατική πολιτική της άρχουσας τάξης. Το 1921, οι απεργίες και οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες τσακίστηκαν από τη στρατιωτική καταστολή. Δεν άλλαξε όμως η διάθεση των μαζών ενάντια στον πόλεμο και ούτε άλλαξαν οι βασικές θέσεις του ΣΕΚΕ. Το αντίθετο μάλιστα. Το ΣΕΚΕ προχώρησε στην οργάνωση αντιμιλιταριστικών ομίλων στο στρατό, που είχαν σαν κύριο έργο την αποκάλυψη του χαρακτήρα του πολέμου που διεξαγόταν στη Μικρά Ασία και την άμεση δράση για τα καθημερινά προβλήματα των στρατιωτών στο μέτωπο.
Για την ιστορία να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι το ΣΕΚΕ αφού στάθηκε όρθιο στο πρώτο κρίσιμο τεστ του ξεσπάσματος του πολέμου, άντεξε και όλη την περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Όταν όμως επέστρεφε ο στρατός και όλα γκρεμίζονταν, το ΣΕΚΕ υποτίμησε την ευκαιρία της επαναστατικής κατάστασης που είχε προκύψει. Διατύπωσε μια σειρά αιτήματα που ήταν πίσω από τις διαθέσεις των εξοργισμένων μαζών. Δεν έθιγαν ούτε καν το ζήτημα της μοναρχίας, που ύστερα από λίγο κατέρρευσε. Έτσι άρπαξαν την ευκαιρία οι βενιζελικοί αξιωματικοί, με επικεφαλής τον Πλαστήρα, που έκαναν το πραξικόπημα και οδήγησαν σε δίκη την ηγεσία των μοναρχικών και στην εκτέλεση τους. Με αυτό τον τρόπο εκτόνωσαν την πίεση των μαζών και ξανασταθεροποίησαν την καπιταλιστική και κρατική εξουσία.
Φτάσαμε έτσι στο ζήτημα της κατηγορίας περί προδοσίας του ΣΕΚΕ. Στη περιβόητη «Δίκη των εξ» το βενιζελικό δικαστήριο κατηγορούσε για προδοσία την πολιτική ηγεσία του μοναρχισμού, αποδίδοντάς του τις ευθύνες για την Μικρασιατική καταστροφή. Ο σκοπός ήταν να μείνει αλώβητο το κύρος του στρατού, που ήταν ο βασικός μοχλός του κράτους. Οι κατηγορούμενοι μοναρχικοί, προσπάθησαν να ξεφορτωθούν την κατηγορία, κατηγορώντας για προδότες το ΣΕΚΕ και γενικότερα τους κομμουνιστές. Ήταν μια ιλαροτραγωδία. Το ΣΕΚΕ δεν πρόδωσε τη Μεγάλη Ιδέα, γιατί πάντα την πολεμούσε από θέση αρχής. Ήταν εχθρός της. Ανήκε σε άλλο στρατόπεδο. Ξεσκέπαζε τη μυθολογία της και τα συμφέροντα που κρύβονταν από πίσω της. Ήταν πάντα στο πλευρό των λαϊκών μαζών. Όχι πάντα σαν ηγέτης, αλλά πάντα δίπλα τους.
Οι εθνικιστές διανοούμενοι αναπαράγουν και σήμερα αυτήν την κατηγορία περί προδοσίας της κομμουνιστικής αριστεράς στην εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ματαίως. Στη μεγάλη αντιπολεμική δράση εκείνης της εποχής, τέθηκαν τα θεμέλια για τη μαζική κομμουνιστική αριστερά στην Ελλάδα. Το ΣΕΚΕ άλλαξε, μετονομάστηκε σε ΚΚΕ και έγινε τμήμα της 3ης Διεθνούς, όταν στην ηγεσία του αναδείχθηκε η γενιά που πρωτοστάτησε στον αντιπολεμικό αγώνα, με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον ιστορικά πρώτο Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ.. Αυτή η κληρονομιά του ΣΕΚΕ είναι μια ανεκτίμητης αξίας παράδοση για την επαναστατική αριστερά σήμερα…
Παναγιώτης Λίλλης
*Όλα τα στοιχεία του άρθρου έχουν αντληθεί κυρίως από το έργο του Π.Πουλιόπουλου: «Πόλεμος κατά πολέμου» (1924), του Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-23» (1976) και το συλλογικό έργο του τμήματος ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «1922» (2022).
**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά