Η εκλογή του «αδιαμεσολάβητου» Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία σηματοδοτεί το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος μιας κάποιας ριζοσπαστικής Αριστεράς, έστω στα λόγια. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας.
Της ήττας της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, και της μνημονιακής «κωλοτούμπας». Της απόφασης της Μέρκελ και της ντόπιας κυρίαρχης τάξης να αναθέσουν, τον Σεπτέμβρη του ’15, την εφαρμογή του Μνημονίου 3 στην κυβέρνηση Τσίπρα, μέσα στις τότε συνθήκες της βαθιάς κρίσης των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που είχε δημιουργήσει το μεγάλο μαζικό κίνημα της αντιμνημονιακής περιόδου.
Της συμφωνίας με τους δανειστές, το 2018, που ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «έξοδος της χώρας από τα Μνημόνια», ενώ μονιμοποιούσε τις μνημονιακές περικοπές σε βάρος της εργαζόμενης πλειοψηφίας, για μακρά περίοδο.
Της εκλογοκεντρικής, λαϊκίστικης και χωρίς ταξικές δεσμεύσεις αντιπολίτευσης απέναντι στον Μητσοτάκη, που έχτισε τις προϋποθέσεις για την εκλογική συντριβή του Μάη-Ιούνη του 2023.
Πρόκειται για μια πορεία σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης, που στο οργανωτικό πεδίο εκφράστηκε με την εμπέδωση του ανεξέλεγκτου αρχηγισμού και τη διάλυση κάθε ίχνους δομημένης λειτουργίας, που χαρακτηρίζει ιστορικά τα κόμματα της Αριστεράς, ακόμα και στις μετριοπαθέστερες ρεφορμιστικές εκδοχές της.
Ο αρχιτέκτονας του «φαινομένου» Κασσελάκης ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.
Δεν είναι αλήθεια ότι ο Κασσελάκης δεν έχει πολιτική. Την παρουσίασε με κινήσεις που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Η κατάπτυστη ανακοίνωση για την Παλαιστίνη υπογράμμισε την προθυμία για απόλυτη ευθυγράμμιση με τον ευρωατλαντισμό, χωρίς ιδεολογικές αναστολές. Οι ομιλίες στον ΣΕΒ και στον Economist κήρυξαν την αποδαιμονοποίηση του κεφαλαίου και την πλήρη αποστασιοποίηση από πολιτικές που αναφέρονται στην ταξική πάλη. Αυτή η πολιτική κατεύθυνση είναι καταδικασμένη να συντριβεί.
Είναι κοινό μυστικό ότι στο εσωτερικό της ηγετικής ομάδας Τσίπρα ωρίμαζε από καιρό η ιδέα μιας σοσιαλδημοκρατικής «ανασύνθεσης», η τάση προς ένα νέο κεντροαριστερό κόμμα που θα περιλάμβανε μεγάλα τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Προϋπόθεση γι αυτόν τον σαλταδορισμό ήταν η απαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ από τα «βαρίδια» (ιδέες, πρόσωπα, σύμβολα), που θυμίζουν την περίοδο του αντιμνημονιακού αγώνα και τις σχέσεις με τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το περιεχόμενο της «μεταβατικής» ηγεσίας Κασσελάκη. Όμως η ταχύτατη αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει πλέον τα δεδομένα. Μετά τις ευρωεκλογές, το ερώτημα της σοσιαλδημοκρατικής «ανασύνθεσης» είναι πιθανό ότι θα ξανατεθεί, αλλά με διαφορετικούς όρους και συσχετισμούς, καθώς η ηγετική ομάδα Ανδρουλάκη βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση από αυτήν που κατείχε τον Μάη του ‘23. Κι ακόμα δεν έχουν καταγραφεί οι συνέπειες που θα έχει η πολιτική κατάρρευση του Κασσελάκη πάνω στην «αξία» της μετοχής Τσίπρα…
Μέσα σε αυτήν τη σήψη, οι οργανωμένες αποχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να έχουν μια ευρύτερη σημασία. Όμως οι πολιτικές επιλογές τους είναι κυριολεκτικά αυτοκτονικές. Αρνούμενοι κάθε αυτοκριτική για το 2015, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του κυβερνητικού έργου του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενοι στην «πολιτική παρακαταθήκη του Αλ. Τσίπρα» («κυβερνώσα Αριστερά και ανοιχτό κόμμα»), οδηγούνται σε μια πολιτική θέση που δεν μπορεί ούτε να εξηγήσει τι συνέβη στο κόμμα τους, ούτε περισσότερο να αντιπαραθέσει μια πειστική στρατηγική για την Αριστερά απέναντι στον βάλτο Κασσελάκη – Τσίπρα. Προφανώς δεν είναι ίδιοι με τους «εναπομείναντες», αλλά εξίσου προφανώς δεν μπορούν να είναι εναλλακτική λύση.
Η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί ευκαιρίες αλλά και κινδύνους.
Η δημοσκοπική άνοδος του ΚΚΕ είναι μια πρώτη ένδειξη για τις ευκαιρίες. Όμως το ΚΚΕ δεν φαίνεται διατεθειμένο να πάρει τις πρωτοβουλίες και τα ρίσκα που συνεπάγεται μια απόπειρα κάλυψης του πολιτικού κενού που δημιουργείται. Δεν το έκανε το 2008, το 2011-13, το 2015, και είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα το επιχειρήσει τώρα.
Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιχειρήσει πραγματικά μαζική αριστερή πολιτική, θα έχει μεγαλύτερα από τα συνήθη πολιτικά (και εκλογικά) ακροατήρια. Οι αξιοσημείωτες επιδόσεις στους Δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είναι, νομίζω, προειδοποιήσεις για τις δυνατότητες της περιόδου.
Οι κίνδυνοι αφορούν, προφανώς, την απογοήτευση, την εξατομικοποίηση, τη βύθιση ενός κόσμου σε ελάχιστες πολιτικές προσδοκίες. Το στοίχημα είναι ανοιχτό, και θα κριθεί μέσα σε μια περίοδο πολλαπλών και ταυτόχρονων κρίσεων.
Αντώνης Νταβανέλος