«Πρέπει κανείς να ζωγραφίζει μάλλον αυτό που νιώθει παρά αυτό που βλέπει αλλά πρέπει να ξεκινήσει βλέποντας καθαρά»
Κοσμοπολίτης (με σπουδές στη Ρώμη και τη Βιέννη), με μουσική παιδεία, μυημένος καταρχάς σε ζωγραφικές συνθέσεις επηρεασμένες από τον συμβολισμό, τον μυστικισμό και το υπερφυσικό, γνώστης των καλλιτεχνικών πρωτοποριακών ρευμάτων την εποχή που έζησε στο Παρίσι (1909-1914), σε διάλογο με τον μοντερνισμό, αλλά και με τον κυβισμό στο ύστερο έργο του, με επιρροές από την αρχαιότητα, τον Θεοτοκόπουλο και τη βυζαντινή τέχνη, διαμόρφωσαν ένα προσωπικό τεχνοτροπικό στυλ στην ζωγραφική δημιουργία του Κωνσταντίνου Παρθένη. «Πρέπει κανείς να ζωγραφίζει μάλλον αυτό που νιώθει παρά αυτό που βλέπει αλλά πρέπει να ξεκινήσει βλέποντας καθαρά», έλεγε ο Παρθένης (βλ. «Τετράδιον», σελ. 23/9).
Όλη αυτή την καλλιτεχνική εξέλιξη, μπορεί ο θεατής να την παρακολουθήσει στο αφιέρωμα σε έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεοελληνικής τέχνης, στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Έκθεση με τίτλο: «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του» (διάρκεια μέχρι 28-2-23). Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση, στην οποία παρουσιάζονται 150 έργα ζωγραφικής και 70 σκίτσα, προσωπικά αντικείμενα, κ.λπ.
Η Έκθεση ανοίγει με τον μεγάλο διαστάσεων πίνακά του, «Χριστός-Ανθρωπότης», ενώ κάποια άλλα γνωστά και εμβληματικά έργα του είναι η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», οι «Λουόμενες», οι περίφημοι πίνακες που είχαν φιλοτεχνηθεί για τη διακόσμηση του δημαρχιακού Μεγάρου της Αθήνας και που για διαφόρους λόγους ποτέ δεν τους παρέδωσε, κ.λπ.
Στα πρώιμα έργα του θα ζωγραφίσει εξαιρετικούς πίνακες με αναφορά στην ύπαιθρο (δέντρα, βουνά, λόφους, κ.λπ.), με μορφές «καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές [που] εντάσσονται αρμονικά στον χώρο», τα οποία χαρακτηρίζονται από μια μουσικότητα, όπως έλεγε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ενώ στο μετέπειτα έργο του, στη φάση του κυβισμού, τα σχήματα είναι πιο αφαιρετικά, πιο γεωμετρικά. «Ολόκληρη τη φύση την έχει επηρεάσει το συναίσθημα. Τα πουλιά, οι πεταλούδες, τα λουλούδια αισθάνονται την αλλαγή που υφίστανται η γη. Τα πουλιά κελαηδούν. Το συναίσθημα γίνεται ορατό, εμφανίζεται με διάφορες μορφές στο χρώμα των φυλλωμάτων, στις κορυφές των κυπαρισσιών, όταν ξεσπά καταιγίδα…», σημείωνε ο Παρθένης («Τετράδιον», σελ. 52-52).
Μαθητές του υπήρξαν οι Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Παναγιώτης Τέτσης, Δημήτρης Πικιώνης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, κ.ά. Διορίστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1929 και παραιτήθηκε 1947, μην αντέχοντας τον προσωπικό πόλεμο κάποιων συναδέλφων του, και απομονώθηκε στο σπίτι-εργαστήρι του μέχρι τον θάνατό του, ενώ λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα του άργησε να αποκατασταθεί.
Ο Παρθένης έδωσε στην ζωγραφική την δική του εκδοχή ελληνικότητας, προβάλλοντας μια ιδεατή Ελλάδα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της Έκθεσης, συνδυασμένη με έντονα πνευματικά-θρησκευτικά στοιχεία, ενώ οι χρωματισμοί στους πίνακές του ήταν έντονοι και φωτεινοί, προφανώς θέλοντας να αναδείξει το φυσικό περιβάλλον της χώρας.