Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών, των εγκλημάτων, των προσωπικών αντεκδικήσεων, της συνεργασίας με τον κατακτητή και του εμφυλίου πολέμου, κάποιες δεκάδες χιλιάδες συμπολιτών μας στερήθηκαν της ζωής τους, της πατρίδας τους και της ιδιοκτησίας τους.
Οι Τσάμηδες, δηλαδή περί τις 20.000 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας, χαρακτηρίστηκαν συλλογικά ως συνεργάτες του εχθρού, πλήρωσαν όλοι ανεξαιρέτως τα εγκλήματα μερικών από αυτούς, και εκδιώχθηκαν κατά την διάρκεια εθνοκάθαρσης που διενήργησε ο δεξιός αντάρτικος στρατός ΕΔΕΣ με τις ευλογίες του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου της Δεξιάς και σε μεγάλο βαθμό και του Κέντρου.
Όλοι όσοι έχουμε μελετήσει το ζήτημα γνωρίζουμε ότι είναι ιδιαίτερα προκλητική, εθνικιστική, εγκληματική και αξιολύπητη η στάση της Ελλάδας στο ζήτημα των Τσάμηδων.
Υπάρχει μάλιστα μια κατάπτυστη ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών που εκδόθηκε το 2016 , επί ψευτοαριστερής κυβέρνησης Τσίπρα, και που αναφέρει ότι «κατά τη διάρκεια της κατοχής από τις δυνάμεις του άξονα οι τσάμηδες (σ.σ. κατά τους συντάκτες της, αδιάκριτα και συλλογικά ως εθνοτική και θρησκευτική ομάδα !!) συνεργάστηκαν με τους φασίστες και ναζιστές κατακτητές και αποχώρησαν από την Ήπειρο με δική τους πρωτοβουλία και ομαδικά, ακολουθώντας τις εχθρικές δυνάμεις». Ισχυρίζεται δηλαδή, η κατάπτυστη αυτή ανακοίνωση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, πως υπάρχει συλλογική ευθύνη για όλους του χιλιάδες τσάμηδες, παλαιούς συμπατριώτες μας, που συμβίωναν ειρηνικά για αιώνες με τους χριστιανούς και Έλληνες στη Θεσπρωτία, φυσικά μέσα στο πλαίσιο των καταναγκασμών της οθωμανικής διοίκησης. Τέλος, δε χρειάζεται να υπενθυμίσουμε πως με δική τους πρωτοβουλία, ομαδικά, ακολουθώντας τις εχθρικές δυνάμεις, αναχώρησαν για να σωθούν και πολλοί γνήσιοι έλληνες συνεργάτες των ναζί, οι οποίοι μάλιστα επέστρεψαν λίγο αργότερα στη Ελλάδα, όχι απλά ανενόχλητοι, αλλά και αμειβόμενοι εν πολλοίς με κρατικές θέσεις και αξιώματα από το κράτος της Δεξιάς.
Όπως έχει αποκαλύψει ο εξαίρετος δικηγόρος Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος στο αξιόλογο ιστολόγιο του («Αναμόρφωση»), το ελληνικό κράτος έφτασε στην περιοχή της Θεσπρωτίας/Τσαμουριάς τον Φεβρουάριο 1913, παράλληλα με την πτώση των Ιωαννίνων. Για το καλωσόρισμα, ο καπετάν Μάρκος Δεληγιαννάκης δολοφόνησε 72 Τσάμηδες προκρίτους των χωριών της Παραμυθιάς στις 23 Φεβρουαρίου 1913. Από την απελευθέρωση της περιοχής το 1913 έως τον πόλεμο του 1940, η πολιτική του ελληνικού κράτους στην Τσαμουριά ήταν σκληρά αφομοιωτική, όπως ακριβώς και στην Μακεδονία πχ. Οι Τσάμηδες υπέστησαν κάθε είδους χωροφυλακίστικη καταπίεση, είδαν πρόσφυγες να εποικίζουν τα κτήματά τους, τα ονόματα των χωριών τους εξελληνίστηκαν, κλπ.
Το δράμα της αιματηρής εθνοκάθαρσης των μουσουλμάνων τσάμηδων της Θεσπρωτίας από το ελληνικό κράτος και την ιθύνουσα κοινωνική και πολιτική τάξη έχει πίσω της μακρά προϊστορία και δεν προκύπτει ξαφνικά το 1944.
Σύμφωνα με το Θοδωρή Βουρεκά, που έγραψε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «ΠΡΙΝ» στις 18/6/2016, η προϊστορία αυτή ξεκινά με τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους στα 1923-24 να συμπεριληφθούν και οι τσάμηδες, παρότι αλβανικής εθνικής καταγωγής, στους ανταλλάξιμους πληθυσμούς με την Τουρκία. Όταν αυτό αποτυγχάνει, χρησιμοποιείται ως μοχλός εκβιασμού η απαλλοτρίωση των περιουσιών των τσάμηδων με βάση τον νόμο περί αποκατάστασης των Ελλήνων μικρασιατών προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό αποστέλλονται προς εγκατάσταση Έλληνες πρόσφυγες, που τελικά δεν το αποδέχονται και φεύγουν λίγο αργότερα προς τη Δ. Μακεδονία. Το παζλ των προσπαθειών για την εκδίωξη των τσάμηδων της Θεσπρωτίας συμπληρώνεται στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Με το πρόσχημα του αναδασμού της γης, απαλλοτριώνονται οι περιουσίες των τσάμηδων (Ν.735/1937), στους εύφορους κάμπους της Ηγουμενίτσας και του Φαναριού. Προβλέπονται μάλιστα και εκδικάζονται σχετικές αποζημιώσεις, οι οποίες και ουδέποτε δόθηκαν. Η επόμενη μη αιματηρή αλλά βίαιη προσπάθεια εκδίωξης είναι η επιστράτευση των τσάμηδων το 1939, χρονιά που η φασιστική Ιταλία προσαρτά την Αλβανία. Οι τσάμηδες επίστρατοι στέλνονται σε μακρινά νησιά και κυρίως στην Κρήτη για δήθεν λόγους εθνικής ασφάλειας, όπου και αντιμετωπίζουν την εχθρική και καχύποπτη συμπεριφορά των στρατιωτικών αρχών. Ακολουθούν, όπως είναι φυσικό, μαζικές λιποταξίες, ανυποταξίες και φυγή σε Αλβανία και Ιταλία.
Ας το κρατήσουμε αυτό συνεπώς: οι Τσάμηδες έζησαν για μια γενιά ως καταπιεσμένη μειονότητα και επιπλέον με την πίκρα της παλιάς τους οθωμανικής υπεροχής: εκεί που ήσαν μπέηδες, κατάντησαν μπαίγνιο.
Το πρώτο αίμα χύθηκε από την ελληνική πλευρά. Και εξηγούμαι: κατά τις πρώτες ημέρες Νοεμβρίου 1940, ήτοι κατά την πρόσκαιρη ιταλική επέλαση, τους Ιταλούς, που κατέλαβαν την επίμαχη περιοχή, συνόδευαν και αλβανικά τάγματα (η Αλβανία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση προς την Ελλάδα, ως γνωστόν). Τα αλβανικά αυτά τάγματα αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό ή συνεργάστηκαν και με Τσάμηδες, λιποτάκτες του ελληνικού στρατού, οι οποίοι θεώρησαν ότι διείδαν ευκαιρία απελευθέρωσης. Σημειωτέον ότι οι Τσάμηδες στρατεύσιμοι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό, εξορίστηκαν δηλαδή, κατά την διάρκεια του πολέμου, προκειμένου να μην πολεμήσουν. Κατά την δυναμική επιστροφή του ελληνικού στρατού λίγες ημέρες μετά, στήθηκαν στον τοίχο οι πρώτοι Τσάμηδες, επί υπαρκτή ή ανύπαρκτη συνεργασία με τον εχθρό. Ανάμεσά τους επίσημα πρόσωπα, όπως ο Μουφτής της Παραμυθιάς, ενώ από ελληνικής ιστοριογραφίας καταγράφονται βιασμοί χανουμισσών και λεηλασίες περιουσιών. Δεν έλειψαν φυσικά και οι δολοφονίες που αποτελούσαν προσωπικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, με σημαντικότερη την δολοφονία οχτώ Τσάμηδων στην θέση Βίγλιζα.
Ο κύκλος του αίματος αναπόφευκτα διευρύνθηκε λίγους μήνες μετά, ήτοι μετά την συνθηκολόγηση του Απριλίου 1941, όταν η περιοχή περιήλθε υπό ιταλική κατοχή. Τώρα, οι Τσάμηδες είχαν το πάνω χέρι και προέβησαν στις δικές τους αντεκδικήσεις. Ωστόσο, οι τοπικές αρχές, ιδίως η Χωροφυλακή, παρά την κατοχή, ήταν πάντα χριστιανικές και ελληνικές. Έτσι εξηγούνται και δολοφονίες, όπως των δύο επιφανών Τσάμηδων από τον ίδιο τον Διοικητή Χωροφυλακής της Παραμυθιάς στις 12 Ιανουαρίου 1942 (η διπλή δολοφονία ανταποδόθηκε ένα μήνα μετά με την εκτέλεση του Νομάρχη Θεσπρωτίας). Δεν πρέπει λοιπόν να μην αποδοθεί η δέουσα σημασία στο γεγονός ότι το 1941 ήταν συγκριτικά ήρεμο: η εγκαθίδρυση της ιταλικής κατοχής δεν συνδυάστηκε με κανενός είδους ολομέτωπη επίθεση στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό.
Το πράγμα κλιμακωνόταν όσο θέριευε η Αντίσταση και αποδυναμωνόταν η ιταλική κατοχή. Μια ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΗ μερίδα Τσάμηδων επιχείρησε να οργανωθεί πολιτικά και στρατιωτικά κατά των Ελλήνων. Κατά το πρώτο, ιδρύθηκε πολιτικό συμβούλιο των Τσάμηδων, η Ξίλια. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικοί χωροφύλακες από τους Ιταλούς, ως δύναμη δηλαδή ευθέως ανταγωνιστική της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, από το καλοκαίρι του 1942 . καθώς οι κατοχικές ιταλικές δυνάμεις στη Θεσπρωτία ιδρύουν από την πρώτη στιγμή της κατοχής ένα σώμα βοηθητικής χωροφυλακής στο πλάι των καραμπινιέρων αποτελούμενο αποκλειστικά από τσάμηδες φασίστες. Είχε προηγηθεί, λίγο μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η άφιξη και βραχύβια παραμονή στη Θεσπρωτία ιταλικών στρατευμάτων, που συνοδεύονταν από εθελοντές Αλβανούς και κυρίως τσάμηδες φασίστες.
Όλα αυτά τα γεγονότα, μετά από δύο μεγάλα κύματα φυγής, διευκολύνουν την φασιστική Ιταλία να οργανώσει σε φασιστικές κινήσεις και πυρήνες αρκετούς από τους φυγάδες, αλλά και από εναπομείναντες τσάμηδες στη Θεσπρωτία. Στο πλαίσιο αυτό καταστρώνεται από την φασιστική Ιταλία οργανωμένο σχέδιο αξιοποίησης των τσάμηδων, αλλά και όλων των κατοίκων της Αλβανίας κάτω από τις σημαίες της «Μεγάλης Αλβανίας».
Οι εντάσεις μεταξύ Τσάμηδων και Ελλήνων αυξήθηκαν μετά την επιστροφή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων τον Νοέμβριο του 1940. Υπήρξαν αρχικά σε περιορισμένη κλίμακα μαρτυρικές θανατώσεις τσάμηδων μουσουλμάνων ή επίσημες εκτελέσεις, όπως του μουφτή της Παραμυθιάς, ο οποίος είχε ευλογήσει τους τσάμηδες και Αλβανούς εθελοντές. Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1942, καθώς η κατάσταση ωριμάζει, ιδρύουν το λεγόμενο «Εθνικό Αλβανικό Συμβούλιο», το οποίο εξαπλώνει ένα πλέγμα εξουσίας σε όλα καταρχάς τα μουσουλμανικά χωριά της Θεσπρωτίας.
Όπως προκύπτει κι από τη μελέτη της Ελευθερίας Μαντά με τίτλο «Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου», δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το 1942 έχουμε μια σειρά από αιματηρές αψιμαχίες ανάμεσα σε τσάμηδες φασίστες και ελληνικές ανταρτικές ομάδες.
Έτσι, το 1944 κορυφώνεται το δράμα της μειονότητας των τσάμηδων. Φαίνεται πως αυτή ήταν η χρυσή χρονική συγκυρία για να «λύσει» ο ελληνικός αστισμός το μειονοτικό στη Θεσπρωτία. Και το κάνει με εκτελεστικό όργανο τον ΕΔΕΣ. Και το κάνει με την πιο ριζοσπαστική μέθοδο που χρησιμοποιούν όλοι οι εθνικισμοί, κυρίως οι βαλκανικοί. Με την αιματηρή εξαφάνιση των μειονοτικών πληθυσμών.
Στη συνέχεια, όπως τονίζει και ο Γιώργος Μαργαρίτης στο βιβλίο του «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες», στις 26 Ιουνίου 1944, τμήματα του ΕΔΕΣ (10η Μεραρχία) επιτίθενται στην Παραμυθιά. Η πολιτοφυλακή των τσάμηδων φασιστών υποχωρεί. Στις 27 Ιουνίου 1944 έχουμε την πρεμιέρα της αιματηρής εθνοκάθαρσης των άμαχων τσάμηδων. Εκτεταμένες σφαγές, μαζικοί βιασμοί γυναικών, αρπαγή περιουσιών. Χαρακτηριστικό της δολοφονικής αγριότητας των δυνάμεων του ΕΔΕΣ είναι η εκτέλεση στις 28 Ιουνίου 1944, με επίσημη διαταγή, των 34 αμάχων τσάμηδων, που είχαν την τύχη να σωθούν από τη σφαγή.
Τον ίδιο μήνα, Ιούνιος 1944, έχουμε γενικευμένες ομαδικές σφαγές τσάμηδων, ανδρών, γυναικών και παιδιών στην περιοχή του Μαργαριτίου και της Πάργας. Αξίζει να αναφέρουμε πως στην Πάργα κατασφάζονται στην κυριολεξία και οι ελληνόφωνοι Τούρκοι μουσουλμάνοι, μη τσάμηδες. Οι ελάχιστοι ελληνόφωνοι Τούρκοι της Πάργας, που διασώθηκαν από την φρίκη των σφαγών, αποτελούν σήμερα μια μικρή παροικία στη Σμύρνη, που παρόλα αυτά νοσταλγεί τη χαμένη μικρή της πατρίδα. Η σφαγή των Τούρκων της Πάργας αποτελεί μια απόδειξη για την προώθηση ενός καθαρού σχεδίου εθνοκάθαρσης, γιατί με την περίπτωση αυτή αναιρείται και η σαθρή «δικαιολογία» της δήθεν αντεκδίκησης για τα εγκλήματα των τσάμηδων. Οι εγκάθετοι δολοφόνοι του ΕΔΕΣ, μαζί με τους άρπαγες ατάκτους που τους πλαισίωναν, άλλο είχαν πρακτικά στο νου τους. Τους ελαιώνες, τα όμορφα περιβόλια και τα ωραία λιθόκτιστα σπίτια της τουρκικής μειονότητας, όπερ και εγένετο. Ενδεικτικό της βαρβαρότητας αποτελεί το γεγονός της σφαγής κυριολεκτικά με μαχαίρια όλων των αρρένων Τούρκων Παργινών –που πιάστηκαν μετά από ένα ολονύκτιο άγριο κυνηγητό– στο κάστρο της Πάργας, όπου υπάρχει ανομολόγητος ομαδικός τάφος.
Το δράμα των σφαγών των τσάμηδων συμπατριωτών μας ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβρη του 1944 στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας και σε όλα τα μουσουλμανικά χωριά της περιοχής. Φόνοι, λεηλασίες, αρπαγές περιουσιών, εμπρησμοί τζαμιών. Η αιματηρή τραγωδία, στην περίπτωση των Φιλιατών, κλείνει με το περιστατικό των κλεισμένων γυναικόπαιδων της μειονότητας στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Η πρόθεση εμπρησμού του σχολείου από τις συγκεκριμένες δολοφονικές ομάδες του ΕΔΕΣ ματαιώνεται μόνο ύστερα από την ομόθυμη παρέμβαση όλων των Ελλήνων κατοίκων της κωμόπολης, καθώς και των αξιωματικών της Συμμαχικής Αποστολής, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τόση φρίκη.
Οι επιθέσεις του ΕΔΕΣ, ο οποίος ήταν αναγνωρισμένη ανταρτική ομάδα, υπαγόμενη στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, και, άρα, καταλογιστέα πλήρως στο ελληνικό κράτος, περιλάμβαναν πλήρως το εδεσματολόγιο που συνηθίζεται παγκοσμίως στις περιπτώσεις αυτές: λεηλασίες, εμπρησμούς, βιασμούς και, φυσικά, δολοφονίες. Πολλές δολοφονίες. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν είναι γνωστός, ανέρχονται όμως μετά βεβαιότητας στις εκατοντάδες.
Τα εγκλήματα αυτά δεν στρέφονταν κατά των ενόπλων, κατά των επικεφαλής, κατά των μαχίμων, κατά του εχθρού: όχι, ήταν εγκλήματα που διεπράχθησαν αδιακρίτως κατά ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών επίσης. Το κυριότερο, ο ΕΔΕΣ έδιωξε τους Τσάμηδες από τις πατρογονικές τους εστίες, προκειμένου να ομογενοποιήσει διά της βίας την Θεσπρωτία. Ήταν ακριβώς αυτό που μερικές δεκαετίες μετά ονομάστηκε εθνοκάθαρση.
Η εθνοκάθαρση και τα εγκλήματα που τη συνοδεύουν απαγορεύονταν από τον τότε ισχύοντα Ποινικό Νόμο, από τις Συμβάσεις της Χάγης, από την Έκτη Εντολή. Απαγορεύονταν.
Επιχειρούν μερικοί πολεμοχαρείς ελληναράδες να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα με το επιχείρημα ότι συλλήβδην οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τον εχθρό, άρα καλώς εκδιώχθηκαν !! Το επιχείρημα αυτό μού προξενεί μεγάλη απορία: Συνεργάστηκαν και οι γέροι; Και οι γυναίκες; Και τα μικρά παιδιά; Σε αγροτικές κοινωνίες εκείνης της εποχής οι ανήλικοι είναι τυπικά ποσοστό γύρω στο 30% του πληθυσμού, και άρα ανάμεσα στους Τσάμηδες, που ήταν γύρω στις 20.000 συνολικά, οι ανήλικοι ήταν οπωσδήποτε 6-7.000 άτομα. Ήταν άραγε συνεργάτες των Γερμανών αυτές οι χιλιάδες ανήλικοι, που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται και τους γονείς τους να δολοφονούνται κατά εκατοντάδες; Ήταν άραγε συνεργάτες των Γερμανών και οι (έστω μερικές δεκάδες αριστεροί) Τσάμηδες που εντάχθηκαν και υπηρέτησαν στο 4ο Τάγμα του 15ου Συνάγματος του ΕΛΑΣ ενάντια στο γερμανικό ναζισμό; Στα σοβαρά θέλουμε άραγε να υιοθετήσουμε το δόγμα της συλλογικής ευθύνης ολόκληρων μειονοτικών πληθυσμών;
Ο στόχος της «τελικής λύσης» αυτού του μειονοτικού ζητήματος, με τη μέθοδο της εξαφάνισης της μειονότητας, δυστυχώς επιτεύχθηκε. Ο αριθμός των βίαια εκδιωχθέντων τσάμηδων συμπατριωτών μας, που πέρασαν κακήν-κακώς τα σύνορα μέχρι και τα τέλη του 1944, ανέρχεται, σύμφωνα με έγκυρα στοιχεία, στους 22-25.000, δηλαδή αποτελούσαν το σύνολο της μειονότητας. Δεν υπάρχουν ακριβή και διασταυρωμένα στοιχεία για το πόσοι συμπολίτες μας τσάμηδες της Θεσπρωτίας και Τούρκοι της Πάργας θανατώθηκαν και μάλιστα μαρτυρικά. Σίγουρα όμως είναι ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της μειονότητας. Τα στοιχεία που κατέθεσε η Αντιφασιστική Επιτροπή των Τσάμηδων, με έδρα τα Τίρανα, της απελευθερωμένης από τον φασιστικό ζυγό Αλβανίας, στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ το 1947 είναι τα παρακάτω: «θανατωθέντες βίαια: στους Φιλιάτες και την περιοχή τους 1.286, στην Ηγουμενίτσα και την περιοχή της 192, στην Παραμυθιά και την περιοχή της 673, στο Μαργαρίτι, την Πάργα και την περιοχή τους 620». Σύνολο 2.771 μαρτυρικά σφαγιασθέντες από τα όργανα του ελληνικού αστισμού-εθνικισμού.
Άρα, δεν είναι μόνο η επίσημη Τουρκία που αρνείται τη γενοκτονία των Αρμενίων στα 1915. Είναι και η επίσημη Ελλάδα που συνεχίζει να αρνείται την αιματηρή εθνοκάθαρση των τσάμηδων συμπατριωτών μας, το 1944. Γι αυτό το λόγο, πρέπει να γίνουν αμέσως δεκτά τα αιτήματα των Τσάμηδων για αναγνώριση της εθνοκάθαρσης (για την οποία η Ελλάδα οφείλει να ζητήσει συγγνώμη), καθώς και για απόδοση ιθαγένειας στους απογόνους τους μαζί με πλήρη αποζημίωση για τις χαμένες περιουσίες τους.