Η δουλεία στην αρχαιότητα

Σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση της Ιστορίας, στην αρχαιότητα η δουλεία ήταν η κυρίαρχη μορφή παραγωγής.

Χάρη στη δουλεία ο καταμερισμός της εργασίας έφτασε σε σημαντικό επίπεδο και δημιούργησε τους αρχαίους πολιτισμούς. Δίχως τη δουλεία δεν θα μπορούσε να υπάρξει μήτε το κράτος, μήτε η τέχνη, μήτε η  επιστήμη της αρχαίας Ελλάδας· δίχως αυτήν δε θα είχε υπάρξει ποτέ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή πως ολόκληρη η οικονομική και πνευματική ανάπτυξή μας έχει σαν προηγούμενό της μια κατάσταση, όπου η δουλεία ήταν γενικά αναγνωρισμένη. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως χωρίς την αρχαία δουλεία δε θα υπήρχε ο σύγχρονος πολιτισμός.

Είναι πολύ εύκολο να καταφερόμαστε γενικά ενάντια στη δουλεία και στις παρόμοιες συνθήκες, εκφράζοντας την ηθική αγανάκτησή μας απέναντι σ’ ένα τέτοιο αίσχος. Δυστυχώς μ’ αυτό τον τρόπο δε λέμε τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι ήδη ξέρουμε: δηλαδή πως αυτοί οι αρχαίοι θεσμοί δεν είναι πια σύμφωνοι με τις σημερινές συνθήκες ούτε με τα αισθήματά μας, που καθορίζονται απ’ αυτές τις συνθήκες. Έτσι όμως δε μαθαίνουμε τίποτα για την καταγωγή αυτών των θεσμών, για τις συνθήκες που τούς διατήρησαν και για το ρόλο πού έπαιξαν στην ιστορία.

Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές και οικιακές εργασίες στην αρχαία Ελλάδα δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές.

Μάλιστα, οι δούλοι αντιμετωπίζονταν όπως τα διάφορα άλλα αγαθά, με οικονομικούς όρους. Το δουλεμπόριο, όχι μόνο δεν αποτελούσε κρυφή εμπορική συναλλαγή, αλλά γινόταν όπως κάθε άλλη μορφή εμπορίου, ανοιχτά. Όσο για τους τόπους διεξαγωγής του, αυτοί ήταν παντού: Στη Μαύρη Θάλασσα, στην Αδριατική, στην ανατολική Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική, καθώς και στα παραδοσιακά κέντρα, Αθήνα, Αίγινα, Κόρινθος, Χίος κ.α. Με άλλα λόγια, η κλασική Ελλάδα, κοινωνικά και οικονομικά, δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα με την αγορά ή πώληση ανδρών, γυναικών και παιδιών, τουλάχιστον στο βαθμό που αυτά τα «αγαθά» ήταν ξένα.

Μία από τις κύριες πηγές υποδούλωσης, ειδικά σε μαζική μορφή, ήταν οι πόλεμοι. Παρ’ όλα αυτά, δεν πωλούνταν μαζικά δούλοι. Αντίθετα, διανέμονταν στους εμπόρους, οι οποίοι τους διακινούσαν όπως αυτοί θεωρούσαν πως ήταν καλύτερο.

Δούλους αγόραζαν ακόμα και πόλεις-κράτη, προκειμένου να εξυπηρετήσουν κάποια δημόσια υπηρεσία. Για παράδειγμα, η Αθήνα (5ος αι. π.Χ.) είχε αγοράσει τοξότες από τη Σκυθία, ως όργανα τάξης. Ωστόσο, σε σύγκριση με τον γενικότερο αριθμό δούλων, οι κρατικά αποκτημένοι δούλοι αποτελούσαν ένα ελάχιστο ποσοστό.

Στο αρχαιοελληνικό σπίτι (οίκος) περιλαμβάνονταν και οι δούλοι, ο αριθμός των οποίων σηματοδοτούσε τον πλούτο και την κοινωνική τάξη της οικογένειας. Οι δούλοι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του νοικοκυριού, ενώ ο ρόλος τους ποίκιλλε ανάλογα με τον πλούτο και τη δυναμική της οικογένειας. Επίσης, ανάλογα με τις οικονομικές διακυμάνσεις και ανάγκες του νοικοκυριού, οι δούλοι μπορεί να  πωλούνταν ή να αγοράζονταν καινούργιοι. Όταν κάποιος δούλος αγοραζόταν, του άλλαζαν το όνομα, ώστε να ενσωματωθεί στον οίκο.

Γενικά, υπήρχαν στενές σχέσεις μεταξύ του δούλου και του αφεντικού του σπιτιού, οι οποίες ορισμένες φορές κατέληγαν πολύ προσωπικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Αριστοτέλης, ο οποίος, όταν πέθανε η γυναίκα του, απέκτησε γιο με μια δούλα του. Πέρα όμως από την οικονομική σημασία του, ο δούλος λειτουργούσε και ως παράγοντας προκειμένου ο αφέντης να διαμορφώσει την αίσθηση του εαυτού ως κυρίου, δυνατού και προστάτη. Για τους μελετητές, η κλασική Αθήνα θεωρείται μία από τις πέντε κοινωνίες της αρχαίας ιστορίας, που ήταν γνήσια κοινωνία δούλων, δηλαδή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η παρουσία δουλείας και η σημασία της για τη λειτουργία της πόλης.

Ως προς τον αριθμό των δούλων που υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα, οι απόψεις διαφέρουν σημαντικά. Ωστόσο, ακόμα και με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, οι δούλοι αποτελούσαν το 15% του συνολικού πληθυσμού! Οι υψηλότερες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό στις 10.000 ψυχές, δηλαδή πιο κοντά στο 40% του πληθυσμού.

Οι αθηναίοι δούλοι δεν διέφεραν, ενδυματολογικά, από τους αφέντες. Οι πολίτες ξεχώριζαν από τους δούλους μέσω της συμμετοχής τους σε δραστηριότητες, όπου απαγορεύονταν οι δούλοι, όπως το να πηγαίνουν στις συνελεύσεις, σε πολιτικές συναντήσεις, στα δικαστήρια, στα γυμναστήρια κ.λπ. Από τη μεριά τους, οι ελεύθεροι ενδιαφέρονταν περισσότερο ώστε να μην θεωρηθούν ότι είναι δούλοι. Γι’ αυτό και απέφευγαν δραστηριότητες που εκτελούνταν από δούλους. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος της αντιπάθειας των πολιτών για τις πρακτικές δραστηριότητες, όπως το διαπιστώνουμε από διάφορες λογοτεχνικές πηγές. Επίσης, σε αντίθεση προς τους πολίτες, οι δούλοι μπορούσαν να τιμωρηθούν με φυσικές ποινές, π.χ. μαστίγωμα. Στο αθηναϊκό νοικοκυριό, οι δούλοι εκτελούσαν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, όπως η φροντίδα των παιδιών, των αρρώστων, η φύλαξη της πόρτας, μαγείρεμα, μεταφορά μηνυμάτων, αγορές κτλ.

Στη Σπάρτη, η ειλωτεία αντιστοιχούσε στη δουλεία. Διήρκησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου, αποκορύφωσης και πτώσης της Σπάρτης, μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση στο δεύτερο ή πρώτο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τον Στράβωνα. Παρά το ότι, σε σχέση με την Αθήνα, ο πληθυσμός της Σπάρτης ήταν μικρότερος, είχε μεγαλύτερη αναλογία ελεύθερου/δούλου, ενώ δεύτερη σε αυτή την αναλογία ήταν η Χίος, όχι η Αθήνα. Οι είλωτες ήταν και δεν ήταν δούλοι, όπως νοούνταν στην Αθήνα, επειδή ήταν γηγενείς Έλληνες. Μάλιστα, οι είλωτες από τη Μεσσηνία, την περίοδο που ζούσε ο Πλάτων, είχαν πετύχει την χειραφέτησή τους κατά τρόπο μαζικό, με τη βοήθεια ενός εχθρικού αρχικά (και μετέπειτα συμμάχου), της Θήβας.

Πάνω στην εργασία των δούλων στηριζόταν όχι μόνο η αγροτική και η κτηνοτροφική παραγωγή, αλλά και όλες οι τέχνες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι δούλοι δεν είχαν συναίσθηση της κακής τους μοίρας, δεν έπαυαν να ελπίζουν σε καλύτερο μέλλον μέσω της απελευθέρωσής τους, ή δεν εξεγείρονταν ενάντια στους δυνάστες τους. Οι πηγές που έχουν διασωθεί ελάχιστα μας διαφωτίζουν για την κατάσταση των δούλων και τις εξεγέρσεις τους και έτσι έχει μείνει γνωστή μόνο η μεγάλη εξέγερση των δούλων υπό τον Σπάρτακο στη Ρώμη. Και όμως, στις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, έχουμε παραδείγματα εξεγέρσεων των δούλων, ως ομάδας χωρίς πολιτικά δικαιώματα και οικονομική ισχύ, ενάντια στην κυβέρνηση της κάθε πόλης-κράτους. Από τις πηγές γνωρίζουμε πολύ καλά εξεγέρσεις ειλώτων στην αρχαία Σπάρτη, συνωμοσία ανατροπής καθεστώτος στην Σπάρτη, καθώς και εξεγέρσεις δούλων στην Αθήνα.

Μία τέτοια καταγεγραμμένη ιστορικά κοινωνική εξέγερση έγινε το 464 πχ στην Σπάρτη, με αφορμή έναν σεισμό! Μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε, κτίρια σαρώθηκαν και 20.000 άνθρωποι καταπλακώθηκαν στα ερείπια. Οι είλωτες της πόλης βρήκαν την ευκαιρία, κατάλαβαν ότι έπρεπε να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να εξεγερθούν απέναντι στην πόλη που τους κρατούσε υπόδουλους, την ώρα που βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση.

Πήραν ό,τι όπλο είχαν και ξεχύθηκαν. Από την άλλη μεριά, ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αρχίδαμος, επέδειξε ταχύτατα αντανακλαστικά, διέταξε το στρατό του να παραταχθεί και ξεκίνησε η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ του στρατού και των εξεγερμένων. Οι είλωτες, παρά τον αιφνιδιασμό που επιχείρησαν, μπροστά στην ανωτερότητα του σπαρτιατικού στρατού υποχώρησαν στο όρος Ιθώμη, που μπορούσαν να κρυφτούν και να κάνουν ανταρτοπόλεμο. Η απόφασή τους αυτή τους βγήκε σε καλό. Πάντα στην ιστορία, το πιο ανίσχυρο στρατιωτικά μέρος καταφεύγει στο αντάρτικο των βουνών για να αντιμετωπίσει τον υπέρτερο εχθρό και να τον φθείρει.

Οι Σπαρτιάτες, μη μπορώντας να καταβάλουν τους εξεγερμένους στο βουνό, ζήτησαν τη βοήθεια της Αθήνας, που αμέσως έστειλε 4.000 άνδρες υπό τον Κίμωνα. Όμως, οι Σπαρτιάτες, βλέποντας το στρατό της αντίπαλης πόλης, άλλαξαν γνώμη, φοβήθηκαν την ύπαρξη μιας ξένης στρατιωτικής δύναμης στο έδαφός τους και κυρίως τη πιθανότητα να συμμαχήσει αυτή η δύναμη με τους εξεγερμένους και έτσι γρήγορα την έδιωξαν. Στο τέλος, μετά από χρησμό του Μαντείου των Δελφών, ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους εξεγερμένους και τους επέτρεψαν να εγκαταλείψουν το βουνό, αλλά και την πόλη και να φύγουν ελεύθεροι σε άλλο μέρος. Η εξέγερση για όσους μετείχαν σε αυτήν είχε αίσιο τέλος. Έφυγαν από την Σπάρτη, γλίτωσαν από την δουλεία και κατέφυγαν στη Ναύπακτο, σε μέρος που τους παραχώρησαν οι Αθηναίοι. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το γεγονός ότι η Σπάρτη αναγκάστηκε να καλέσει ξένη βοήθεια για την καταστολή της εξέγερσης, δείχνει το μέγεθος της επανάστασης και το πλήθος όσων μετείχαν σε αυτήν.

Είναι φανερό πως όσο η ανθρώπινη εργασία ήταν τόσο λίγο παραγωγική, ώστε να προσφέρει μονάχα ένα μικρό πλεόνασμα πάνω απ’ όσο χρειαζόταν για τη συντήρηση, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η εξάπλωση του εμπορίου, η ανάπτυξη του κράτους και του δικαίου και η δημιουργία της τέχνης και της επιστήμης ήταν δυνατές μόνο διαμέσου ενός αυξημένου καταμερισμού της εργασίας· αυτός έπρεπε να έχει σα βάση το μεγάλο καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στις μάζες που ασχολούνταν με την απλή χειρωνακτική εργασία, και στους λίγους προνομιούχους πού είχαν στα χέρια τους τη διεύθυνση της εργασίας, το εμπόριο, τις κρατικές υποθέσεις κι αργότερα τις τέχνες και τις επιστήμες. Η πιο απλή και φυσική μορφή αυτού του καταμερισμού της εργασίας υπήρξε ή δουλεία. Ενόψει των ιστορικών συνθηκών του κόσμου της αρχαιότητας, και ειδικά του ελληνικού κόσμου, η εξέλιξη σε μια κοινωνία βασισμένη στον ταξικό ανταγωνισμό μπορούσε να συντελεστεί μόνο κάτω από τη μορφή της δουλείας. Αυτό βέβαια υπήρξε πρόοδος και για τους σκλάβους : φτάνει να σκεφτούμε πως τώρα οι αιχμάλωτοι —απ’ τους οποίους στρατολογούσαν τις μάζες των δούλων— έσωζαν τουλάχιστο τη ζωή τους, ενώ πριν τούς σκότωναν ή, ακόμη πιο παλιά, τους μαγείρευαν.

Πρέπει εδώ να προσθέσουμε πως όλοι οι ιστορικοί ανταγωνισμοί που γεννήθηκαν ίσαμε σήμερα ανάμεσα στις εκμεταλλεύτριες και στις εκμεταλλευμένες τάξεις, ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, εξηγούνται από την —σχετικά λίγο ή καθόλου αναπτυγμένη— παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας. Όσο ο πραγματικά εργαζόμενος πληθυσμός ήταν τόσο απασχολημένος με την αναγκαστική του εργασία, ώστε δεν είχε τον καιρό ν’ ασχοληθεί με τις κοινωνικές υποθέσεις, με τη διεύθυνση της εργασίας, τα κρατικά και νομικά ζητήματα, την τέχνη και την επιστήμη, ήταν πάντα ανάγκη να υπάρχει μια ιδιαίτερη τάξη που, ελεύθερη από την πραγματική εργασία, να καταπιάνεται μ’ όλα τούτα. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως αυτή ή τάξη φόρτωνε συνέχεια στις πλάτες των εργατικών μαζών μια ολοένα και μεγαλύτερη εργασία — για δική της ωφέλεια. Μόνο η τεράστια αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων διαμέσου της μεγάλης βιομηχανίας επιτρέπει τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σ’ όλα τα μέλη τής κοινωνίας δίχως εξαίρεση. ’Έτσι ό εργάσιμος χρόνος ελαττώνεται και για όλους μένει ελεύθερος χρόνος ώστε να μπορούν να παίρνουν μέρος στις γενικές κοινωνικές υποθέσεις και θεωρητικά και πρακτικά. Μόνο σήμερα λοιπόν κάθε άρχουσα κι εκμεταλλεύτρια τάξη αποδεικνύεται άχρηστη και περιττή, αλλά και εμπόδιο στην κοινωνική ανάπτυξη, και μόνο τώρα μπορεί να εξαφανιστεί ολότελα, ακόμα κι αν έχει στα χέρια της την «άμεση δύναμη», όπως λέει ο Εγνκελς.

Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook 
Ακολούθησε μας στο Twitter
Ακολούθησε μας στο Instagram

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το radikal.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά Άρθρα

«ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ και ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ»

Μπορεί να υπάρξει ενθουσιασμός μέσα από την κατάθλιψη; Και γιατί επιλέχτηκε ένας τέτοιος τίτλος; Τι είναι η κατάθλιψη, που τόσο συχνά την ακούμε;